Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται

16 ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ κτος και πιο πέρα εκείνο το ανάποδο Μ από τον αστερισμό της Κασσιόπης. Άλλαξα το Μπρεν με τον Μηνά και πήρα πά­ λι το τουφέκι μου. Σαν περάσαμε το ρέμα, σταθήκαμε απότομα. Στη ρίζα μιας ψηλής λεύκας ένας ανεξιχνίαστος σκοτεινός όγκος μάς έκο­ βε το δρόμο. Άμα ζυγώσαμε, διακρίναμε το διαλυμένο σκέλε­ θρο ενός μουλαριού. Δίπλα του σωριασμένα τα λιανοκόκαλα του αναβάτη και χωνεμένη καβαλίνα. Το κρανίο του γυάλιζε στο φεγγαρόφωτο. Εκείνος που τον λέγαν Κοκκινοτρίχη περ­ νώντας δίπλα του του ’ριξε μια κλοτσιά και κύλησε στα χορ­ τάρια. «Βρομάει ο μακαρίτης» είπε χασκογελώντας και κλεί­ σαμε τη μύτη από την αποπνικτική δυσοσμία της λιωμένης σάρκας. Συνεχίσαμε σιωπηλοί. Αφήσαμε το μονοπάτι δίπλα στη ρεματιά και πήραμε την ανηφοριά. Αναρράχη. Δίστρατο. Ανήλιο. Περιβόλι. Αλατόπετρα. Μα­ κριά στο βάθος μαύριζαν οι βουνοπλαγιές της Αετομηλιάς. Η μικρή ομάδα των ανταρτών ανέβαινε αγκομαχώντας όλη νύ­ χτα, ανάμεσα στις δασωμένες πλαγιές και τα ψηλόκορμα πεύ­ κα. Μετά την Κομμένη Πέτρα το τοπίο άλλαζε. Όσο προχω­ ρούσαν γινόταν γυμνό. Σπαρμένο μαύρα λιθάρια και κοντά πουρνάρια. Η αυγή τούς βρήκε να καβατζάρουν τη βραχωμένη κορφή της Αετομηλιάς και να ξεφυσάνε από την κούραση. Ο καπετάν Μάρκος σταμάτησε πρώτος. Ούτε φωνή ούτε σάλαγος. Στην ανατολή ξεφύτρωνε κατακόκκινος ο δίσκος του ήλιου. Έβαφε με αίμα τις κορφές σε όλη τη γραμμή του ορίζοντα, που απλώ­ νονταν μέχρι τα πέρατα της δημιουργίας. Μέσα στην πρωινή διαύγεια στάθηκαν όλοι με τα τουφέκια στον ώμο, σαν σιω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=