Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται

Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΟΤΑΝ ΓΚΡΕΜΙΖΕΤΑΙ 15 βαδίζαμε μεσοπλαγίς. Σταματάγαμε. Κρατάγαμε την ανάσα και αφουγκραζόμασταν να πιάσουμε τις φωνές του εχθρού που χτένιζε την περιοχή. Δεν ακουγόταν ψυχή. Κάπου κάπου γλιστροπατάγαμε. Τα τρόχαλα κύλαγαν στην κατηφοριά κι έπεφταν με πάταγο στα γκρέμουρα. Ο καπετάνιος γύριζε από­ τομα το κεφάλι σε μια σιωπηλή επίπληξη. Άμα ξεφεγγάρωσε, άρχισαν να αχνοφαίνονται τα πατήμα­ τα. Μέσα στην ησυχία της νύχτας ακουγόταν μόνο το τρίξιμο από τις αρβύλες. Τα παγούρια χτύπαγαν ρυθμικά κρεμασμένα στο ζωστήρα. Ο κίτρινος δίσκος της σελήνης κρεμόταν στην κορφή της Αετομηλιάς και πάνω από τους γκρίζους όγκους των κορυφογραμμών έλαμπαν μυριάδες αστέρια. Κατηφορίσαμε ανατολικά στο Μεγάλο Ρέμα του Κρυονε­ ρίτη. Μπροστά μας ο καπετάνιος αμίλητος και πίσω του αρά­ δα οι μαύρες φιγούρες της ομάδας. Ακολουθούσα τελευταίος με τα μάτια ορθάνοιχτα κι είχα γίνει ένα με το σκοτάδι. Κάποια στιγμή έγινε αντικατάσταση και μου ’δωσαν το οπλοπολυβό­ λο του παράξενου άντρα, που τον έλεγαν Μηνά. Ασήκωτο. Το κορμί μου είχε μουσκέψει στον ιδρώτα. Έτρεχα να τους φτά­ σω, μα δε μου έδινε κανείς σημασία. Δε μ’ ένοιαζε όμως. Ήθε­ λα να φαίνομαι άντρας, σαν κι αυτούς. Εκεί που έσβηνε το δάσος άρχισαν οι πυκνοί θάμνοι και τα λευκάδια. Από μακριά ακούστηκε να κελαρύζει τρεχούμε­ νο νερό. Είχε γανιάσει η ψυχή μου από τη δίψα. Κάναμε μια στάση. Σκύψαμε στα γόνατα. Ήπιαμε λαίμαργα με τις χούφτες και γεμίσαμε τα παγούρια. Στρωθήκαμε όλοι στο χώμα να ξανασάνουμε κι ακουμπήσαμε το βάρος στον κορμό ενός θεό­ ρατου πλάτανου. Στον σκοτεινό ουράνιο θόλο η Μεγάλη Άρ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=