Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται

14 ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ μακριά. Ερημιά μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Βορειοδυτικά, στα υψώματα του Προφήτη Ηλία, έπεφταν ανάριες τουφε­ κιές. Στο βάθος του ορίζοντα τα σκόρπια σύννεφα κύκλωναν τις καταπράσινες βουνοκορφές. Άφησε τον Διομήδη στο πα­ ρατηρητήριο και κουρνιάσαμε στο βάθος της σπηλιάς. Ξεθεωμένοι έγειραν όλοι κάτω από τη ρίζα του βράχου. Βολεύτηκα μπροστά στα σακίδια της ομάδας. Ένας παράξενος άντρας –το πετσί του γυάλιζε από τον ιδρώτα– έπαιζε στα χέρια ένα πολυβόλο. Με κοίταξε κατάματα. «Σκαμπάζεις από όπλα;» με ρώτησε και στο στόμα του φά­ νηκαν δυο χαλασμένα δόντια. «Λίγα πράγματα. Αλλά μαθαίνω γρήγορα» είπα ντροπαλά. «Τούτο δω είναι το Μπρεν» είπε. Άπλωσε με το χέρι το δί­ ποδο που είχε για να ακουμπάει στο έδαφος και το ξανάκλει­ σε. «Θερίζει κορμιά» ξανάπε. «Εκατόν είκοσι βολές το λεπτό». Το ’πιασε από το χερούλι. Το ακούμπησε στο βράχο και ξάπλωσε νυσταγμένος στο αριστερό του μπράτσο. Έγειρα κι εγώ στο πλευρό πάνω στο σακίδιο. Ύστερα από ώρα σήκωσα το κεφάλι και ξανακοίταξα με τρόπο. Ο καπετάνιος κοιμόταν ανάσκελα με ένα πιστόλι Παραμπέλουμ στη ζώνη. Το πελώριο στήθος του ανεβοκατέβαινε ξεφυσώντας. Σαν έμασε η μέρα, ζαλωθήκαμε τα όπλα. Το σούρουπο πιά­ σαμε το χαραγμένο από τα ζώα μονοπάτι και τραβήξαμε νο­ τιοανατολικά. Επόμενος στόχος η κορφή της Αετομηλιάς. Πήραμε πέντε μέτρα απόσταση και πέσαμε στην απότομη κατηφοριά. Όπως τα ζαγάρια στον ντορό, βάλαμε το κεφάλι κάτω και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=