Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται

13 1 ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΜΠΑΙΝΕ ασυγκράτητο, μα εμείς είχαμε μάτια μόνο για τον πόλεμο. Ο αέρας λίκνιζε τις κορφές των πεύκων και κατέβαινε ζεστός από τα βουνά. Τα σπουργίτια πετάγονταν ξαφνικά από κλαδί σε κλαδί κι οι απόκρημνες οροσειρές έπλεαν στο σκούρο γαλάζιο του ουρανού. Τέτοιες μέρες στο Φλάμπουρο κυμάτιζαν στον κάμπο τα κίτρινα στά­ χυα κι έγερναν ικετευτικά στο χωράφι από τον άνεμο. Ο θέρος είχε αρχίσει. Χαράματα στις είκοσι μία του Ιούνη είχαμε πατήσει την Αλατόπετρα. Με την ανατολή, και καθώς η μικρότερη νύχτα του δίσεχτου εκείνου χρόνου διαλυόταν στην κονταυγή, σκαρ­ φαλώσαμε στην Γκούντα Τρύπα. Στάθηκα όρθιος πάνω στο τουφέκι και κοίταξα με δέος τον πανύψηλο άντρα με το παχύ μουστάκι και τα γένια. Σαν άγαλμα ορθωνόταν περήφανος με τα σταυρωτά φισεκλίκια μπροστά στην ομάδα. Στο σβέρκο τα κατσαρά μαλλιά του έκαναν δίπλες γύρω από τον φαλακρό θόλο του κρανίου. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα το όνομα του ανθρώπου κι ένιωσα το γερό σφίξιμο του χεριού του. Ο καπετάνιος άφησε το Στάγιερ να γλιστρήσει με γδούπο στο χώμα. Σήκωσε την παλάμη αντήλιο και έριξε το βλέμμα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=