Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται

18 ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ Ο καπετάνιος είπε πως κάναμε λάθος που σταματήσαμε πάνω στη φαλακρή πλαγιά. Κατέβασε τα κιάλια που κρέμο­ νταν από το λαιμό και τα ’κλεισε στη θήκη. Μα αν κινάγαμε τώρα, θα μας έπαιρναν χαμπάρι. Η γη είναι γυμνή, συμπλή­ ρωσε. Συρθήκαμε με την κοιλιά πίσω από μια συστάδα βρά­ χων και λουφάξαμε. Ζεμάταγε ο ήλιος. Στο μέτωπό μου ο ιδρώτας κύλαγε στα φρύδια. Μα δεν μποράγαμε να κάνουμε κι αλλιώς. Κάποια στιγμή ο Χριστόφορος, ένας κοντούλης αγρότης που τον έλεγαν και Ζαβό, σκούντηξε με το κοντάκι τον Ζιώγα, που μουρμούριζε να σωπάσει. Αφουγκραστήκαμε με προσοχή. Σε λίγο ένας σκύλος ανέβαινε στην ανηφοριά και γάβγιζε τα ίχνη μας. Στο κατόπι του ένας φαντάρος. Σαν πεταλίδες κολλήσαμε στο βράχο. Δε βλέπαμε. Μα ξεχωρίζαμε το τρίξιμο της αρβύλας στο χορτάρι. Τα βήματα ζύγωναν. Πά­ γωσε το αίμα μου. Μύριζε άγρια μέντα κι ένα μπαμπακωτό άσπρο σύννεφο ξεμάκραινε στον ουρανό. Ο καπετάνιος μάς κοίταξε σιωπηλά κι έφερε το δάχτυλο στα χείλη. Όπλισε μαλακά και σημάδεψε το φαντάρο. Έκλει­ σα τα μάτια. Με τον πυροβολισμό διπλώθηκε στα δύο κι έπε­ σε με έναν ξερό γδούπο στο χώμα κουτρουβαλώντας σαν βαριά πέτρα στην κατηφοριά. Η τουφεκιά ακούστηκε αναδι­ πλασιασμένη στην αντικρινή πλαγιά. Μετά ξανασημάδεψε το σκύλο, που ούρλιαζε αλλοπαρμένος. Βάλαμε τα πόδια στην πλάτη. Με μια ανάσα και την ψυχή στο στόμα φτάσαμε στο φρύδι της κορφής. Πίσω μας οι όλμοι και οι ριπές από τα πολυβόλα του λόχου ξεσήκωναν τον τόπο. Χυθήκαμε στην πίσω πλευρά και πήραμε τον γκρεμοκατήφο­ ρο. Σε λίγο ο στρατός έπιασε την κορφή της Αετομηλιάς που

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=