Η σκηνή των μεγάλων ονείρων

Η Σ Κ Η Ν Η Τ Ω Ν Μ Ε Γ Α Λ Ω Ν Ο Ν Ε Ι Ρ Ω Ν 19 Ο Μαξ, του οποίου την κακή διάθεση δεν είχε καταφέ- ρει να αλλάξει το φως, άφησε τα ντοσιέ του –τον βοηθού- σαν πολύ οι σημειώσεις που κρατούσε κατά μήκος και κατά πλάτος σε όλα τα θεατρικά κείμενά του–, φόρεσε το παλτό του πάνω από το σακάκι με τα μπαλώματα στους αγκώνες τύπου Όξφορντ, και μούγκρισε αντί να χαιρετή- σει. Με οποιαδήποτε άλλη συντροφιά, ο σκηνοθέτης θα είχε αποχωρήσει χωρίς άλλες διευκρινίσεις πέρα από το κλασικό μουγκρητό, αλλά, καθώς αυτή που αποχαιρετού- σε ήταν η Έλσα και όχι κάποια άλλη παρέα, έστρεψε το κεφάλι, γλύκανε την κατσούφικη έκφρασή του και δικαιο­ λογήθηκε με μια φράση: «Θα πάω γιαφαγητό με τους δικηγόρους της παραγωγής». Η Έλσα μπορεί να ξαφνιάστηκε που δεν την κάλεσε κι εκείνη, αλλά δεν το είπε. Ο Μαξ είχε μια κακή μέρα και, σε αυτές τις περιπτώσεις, τα πολλά λόγια ήταν φτώχεια. Η φυγή του Μαξ Μπόρχες προκάλεσε μια μικρή ανα- στάτωση στα παρασκήνια. Ο Κιντίν Λόπεθ και ο Ρουβέρτ Πασκουάλ, ο φωτιστής και ο σκηνογράφος της παράστασης αντίστοιχα, τόλμησαν να κατέβουν στη σκηνή κι έπιασαν μια ευχάριστη κουβεντούλα για όλα τα ζοφερά που συνέ- βαιναν στα πεδία των μαχών και το θριαμβικό κόκκινο χρώμα του αίματος. Η Έλσα τούς χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού και τους άφησε στους μακάβριους κόσμους τους για να πάει να βρει την Αουρόρα Τομάς, την ενδυμα- τολόγο. Η Αουρόρα δεν ήταν στο βασίλειό της, ένα τεράστιο καμαρίνι που είχε σιγά σιγά γεμίσει με τα υπέροχα κοστού-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=