Η σκηνή των μεγάλων ονείρων

18 Η φυσική στάση του σώματός του θύμιζε κατακεραυνω- μένο ρομαντικό που βασανίζεται από κάποιον κρυφό καημό, ενώ σύμφωνα με μια φήμη που κυκλοφορούσε στον θεατρό- κοσμο ήταν ανίκανος να χαμογελάσει. Κι όμως, ανεξάρτητα από τις υπερβολικές αυτές φήμες, και παρότι ο σκηνοθέτης δεν είχε την τάση να εξωτερικεύει κανένα συναίσθημα –θε- ωρούσε άλλωστε ότι αυτό ήταν δουλειά των ηθοποιών– πέρα από τη μυστηριώδη μελαγχολία του, η Έλσα τον είχε δει μια δυο φορές να χαμογελά. Κι αν κάποιος έμπαινε στον κόπο να ρωτήσει τη βοηθό σκηνοθέτη, σίγουρα θα του έλεγε ότι το αινιγματικό του χαμόγελο της θύμιζε τον Άτικους Φιντς του Γκρέγκορι Πεκ. Αλλά καθώς η Έλσα ήταν ντροπαλή με τους αγνώστους και δεν ήξερε πώς να περιγράψει μια τέτοια παρομοίωση χωρίς να γίνει ανυπόφορα γλυκανάλατη, θεω- ρούσε πως ήταν τυχερή που δεν την είχε ρωτήσει κανείς για τις εκφράσεις του προσώπου του Μαξ Μπόρχες. Κουρασμένος από το μισοσκόταδο, ο σκηνοθέτης ση- κώθηκε από την καρέκλα κι έβαλε μια φωνή προς τους προβολείς, με την ελπίδα ότι ο φωτιστής και οι τεχνικοί θα έπαιρναν την τρομάρα που τους άξιζε. «Φως! Τώρα! Θέλω να βγω απ’ αυτή την καταραμένη αίθουσα χωρίς να σκοντάψω στα ίδια μου τα πόδια». Κανένας από τους τεχνικούς δεν έδωσε σημεία ζωής, αλλά στη στιγμή ένα απαλό φως πλημμύρισε τη μαύρη θάλασσα των καθισμάτων του Εθνικού Θεάτρου της Κατα- λονίας. Παρότι η Έλσα είχε δουλέψει σε ορισμένα από τα πιο ξακουστά θέατρα της Ευρώπης, ένιωσε εντυπωσιασμέ- νη από τη μεγαλοπρέπεια εκείνου του άδειου χώρου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=