Η σιωπή δεν σε κρατά ζωντανό

Η Σ Ι Ω Π Η Δ Ε Ν Σ Ε Κ Ρ Α Τ Α Ζ Ω Ν Τ Α Ν Ο 19 Το μικρό κράτημα ανησυχίας στη φωνή της κάνει τη Νίνα να ανακαθίσει. «Όχι, δεν γύρισε, ούτε τηλεφώνησε. Πέρασες από το φαρμα- κείο;» «Πέρασα. Είναι κλειστό». Η σιωπή τονίζει την αγωνία που αρχίζει να κυλάει στις σκέ- ψεις και των δυο. Η Νίνα σταματά ήρεμα το χέρι της Σοφίας, που ακόμη της χτενίζει τα μαλλιά. «Έλα, βοήθησέ με να σηκωθώ». Η Σοφία την πιάνει από τον αγκώνα, βάζει το άλλο χέρι στην πλάτη της γιαγιάς της και ωθεί απαλά. Η Νίνα σηκώνεται αργά αλλά σταθερά. Παρά τα ενενήντα τρία της χρόνια, δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα να αυτοεξυπηρετηθεί, όμως από την εγγονή της ζητάει πάντα βοήθεια. Της αρέσει, γλυκαίνει η ψυχή της. «Η γιαγιά γέρασε πολύ» είχε πει στη Σοφία ο πατέρας της προχθές «πρέπει να έχουμε τον νου μας». Του χαμογέλασε αμήχανα. Θύμωσε και λίγο με τη σκληρότητά του. Οχ, είναι υπερβολικός μερικές φορές… Όταν μάλιστα λέει τέτοια, γίνεται απαίσιος! Η γιαγιά δεν πρόκειται να πάθει τίποτα. Έχει περάσει τόσο πολλά, που είναι αθάνατη. Τι λέει τώρα ο μπαμπάς; Η Νίνα γυρίζει. Το βλέμμα της σταματά στα μάτια της εγγο- νής της. «Θέλω να κάνεις κάτι» λέει και πλέκει τα δάχτυλά της στα χέρια του κοριτσιού. «Στο Μεγάλο Πλάτωμα, στο Βελούχι, πά- νω από το χιονοδρομικό, είναι ένα τροχόσπιτο». «Το ξέρω». Στο ανήσυχο πρόσωπο της Νίνας φευγαλέα σχηματίζεται ένα χαμόγελο. Ήταν σίγουρη πως η Σοφία είχε ανέβει στο πλάτωμα και είχε δει το τροχόσπιτο στο οποίο έμενε εκείνος ο αστυνόμος, ο Άλκης Απτόσογλου. «Θέλω να πας και να βρεις τον αστυνόμο που ζει εκεί και να του πεις πως χρειαζόμαστε τη βοήθειά του. Πες του πως ο πα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=