Η σιωπή δεν σε κρατά ζωντανό

Τ Α Σ Ο Σ Π Α Π Α Ν Α Σ Τ Α Σ Ι Ο Υ 18 Χώνεται μέσα στα δέντρα, όπου βρει άνοιγμα, όπου βρει κάποιο μαλακό σημείο ανάμεσα σε θάμνους, γλιστράει σε άγνωστα μέρη, ενθουσιάζεται με το ανοίκειο και με το ψήγμα του φόβου που κάθε φορά τη διατρέχει. Μπαίνει στο σαλόνι και βρίσκει τη γιαγιά της εκεί, καθισμέ- νη στην πολυθρόνα της, στραμμένη προς το παράθυρο. Σκύβει από πάνω της και τη φιλά τρυφερά στο μέτωπο. Ακουμπά τα χέρια της στους γέρικους ώμους, χαϊδεύει απαλά τα κατάλευκα μαλλιά της, πιάνει τρυφερά τα χέρια, φτάνει στον αριθμό, στέ- κεται για λίγο εκεί –στον διάολο αυτό που τόσο την πονά τη γιαγιάκα της–, έπειτα σκύβει πιο πολύ και χώνει το κεφάλι της στον λαιμό της, μυρίζει το άρωμά της, μυρίζει τη γιαγιά της, λίγο στεναχωριέται, μα πιο πολύ νιώθει την καρδιά της να λιώνει. Η Νίνα αισθάνεται τη γαλήνη να επανέρχεται στο στήθος της που βάρυνε η λύπη. Απολαμβάνει τα χάδια της εγγονής της σχεδόν ακίνητη και με τα δακρυσμένα μάτια της κλειστά. Ση- κώνει τα γερασμένα χέρια της και σφίγγει τα νεανικά, απαλά, τρυφερά στα δικά της, σαν να είναι φτιαγμένα από ζάχαρη που θα τη λιώσει η αγάπη. «Γύρισες επιτέλους!» λέει, και στη φωνή της, παρόλο που προσπαθεί να το κρύψει, μια νότα αγωνίας ακούγεται. «Βρε γιαγιά, πόσες φορές σου έχω πει να μην ανησυχείς; Ξέρω τι κάνω». Η Νίνα δεν απαντά, μόνο αντιλαμβάνεται με ευχαρίστηση την έπαρση που προσπαθεί να κρυφτεί στα λόγια της εγγονής της. Και την αυτοπεποίθηση, στα σπάργανα ακόμη, που παλεύει με τις εφηβικές ανασφάλειες. Η εγγονή της είναι γι’ αυτήν το φω- τεινό σημείο στο βάθος του κελιού, η μικρή κουκκίδα που αστρά- φτει στο σκοτάδι και πάει να γίνει φλόγα μεγάλη. Η Σοφία πιάνει τη χτένα από το τραπεζάκι δίπλα τους και αρχίζει με μεγάλη προσοχή να χτενίζει τα μαλλιά της Νίνας. «Ο μπαμπάς δεν γύρισε το μεσημέρι;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=