Η σιωπή δεν σε κρατά ζωντανό

Η Σ Ι Ω Π Η Δ Ε Ν Σ Ε Κ Ρ Α Τ Α Ζ Ω Ν Τ Α Ν Ο 23 κος και λανθασμένος, αλλά δεν μπορεί να τον αποφύγει. Κάθε φορά που μυρίζει γυναικείο άρωμα πυροδοτούνται υποσυνεί- δητα μαύρες σκέψεις, θολές. Το παρελθόν αναδύεται, το ακριβό άρωμα που φορούσε η Νααζνίν, η αγαπημένη του αυτόχειρας, και η λύση στον γόρδιο δεσμό της τελευταίας υπόθεσης που τον βασάνισε, πριν αναχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη, ορθώνονται μπροστά του. Σχεδόν δυο χρόνια τώρα παλεύει με αυτό. Κάθε φορά στο τέλος νικάει, αλλά μέχρι να βγει από την περιδίνηση περνάει άσχημα. «Είστε εντάξει, κύριε Απτόσογλου;» «Είμαι μια χαρά, κυρία;…» «Νίνα Πίνχας» απαντά η γυναίκα και τον κρατά από το μπράτσο που της έτεινε. Την ώρα που ακούει το όνομα, ο Άλκης διακρίνει τη σειρά από τα θολά ψηφία που είναι στιγματισμένα στον πήχη της. Ταυτόχρονα μία ριπή από μνήμες τον διαπερνά. Η γιαγιά του δακρυσμένη, με κομμένη τη φωνή, να μιλά για τη φίλη της που έχασε, τα πλακάκια της αυλής του γειτονικού σπιτιού που έπαι- ζε μικρός, ο πατέρας του νεκρός, και αυτός καθισμένος πάνω στο νεκρό του σώμα να ουρλιάζει από τον πόνο, το μίσος του για τους φασίστες που γεννήθηκε εκείνο το απόγευμα. Παίρνει το βλέμμα του από τον πήχη και κοιτά ξαφνιασμένος τη γυναίκα στο πρόσωπο. Η Νίνα Πίνχας! Στο άκουσμα του ονόματος πολλαπλά ερωτήματα συνωθούνται στο μυαλό του, αλλά για την ώρα αποφασίζει να φανεί αντάξιος της ευγένειας που αποπνέει η συνοδός του. «Χαίρομαι πολύ» λέει και δείχνει μπροστά τους τα σκαλιά, σκύβοντας ελαφρά, σε μία αδιόρατη υπόκλιση. «Πάμε;» «Ευχαρίστως» απαντάει εκείνη, ικανοποιημένη από το στιλ του. Ανεβαίνει με σχετική ευκολία, χρησιμοποιώντας ελάχιστα το μπαστούνι και το στήριγμα του Άλκη. Κάθεται στην καρέκλα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=