Η σιωπή δεν σε κρατά ζωντανό

Τ Α Σ Ο Σ Π Α Π Α Ν Α Σ Τ Α Σ Ι Ο Υ 22 σκυμμένα τα κεφάλια προς ένα τέρμα απροσδιόριστο, χωρίς δοκάρια και δίχτυ, χωρίς ένα σημείο έστω να δείχνει πού βρί- σκεται αυτή η αόρατη εστία. Οι φωνές τους ταράζουν την ησυχία του βουνού, τα γέλια τους αντηχούν στην κατά τ’ άλλα έρημη, ηλιόλουστη πλατεία ως τεκμήριο ζωής. Κανείς άλλος δεν υπάρ- χει τριγύρω εκτός από τους σπουδαίους αυτούς ποδοσφαιριστές και από έναν αστυνομικό που μόλις έχει πετύχει την πιο περί- τεχνη ντρίπλα της ζωής του, αν και ο ίδιος το αγνοεί, για την ώρα: Έχει εγκαταλείψει την κατάθλιψή του στη γενέθλια πόλη του, τη Θεσσαλονίκη. Ο Άλκης βάζει ένα πουράκι στο στόμα του, γέρνει πίσω και προσηλώνεται στον αγώνα. Απορεί λίγο με τον εαυτό του για την ανέμελη στιγμή, την ήρεμη, που ζει εκείνη την ώρα και είναι έτοιμος να αναζητήσει πάλι με επιμονή την ανασφάλεια του ανικανοποίητου, αλλά μια φωνή διακόπτει τις σκέψεις του. «Ο κύριος Απτόσογλου;» Γυρίζει προς τη φωνή. Η γυναίκα που ρωτάει είναι αδύνατη. Τα μάτια της, γαλάζια και διαπεραστικά, τον κοιτούν και γελούν ερωτηματικά. Τα μαλλιά της είναι κατάλευκα, καλοχτενισμένα, με ελαφρούς κυματισμούς. Το πρόσωπό της, γεμάτο ρυτίδες, αποπνέει ήρεμη αυστηρότητα. Είναι ντυμένη στα μαύρα και κρατά μπαστούνι στο δεξί χέρι. «Ο ίδιος». «Με βοηθάτε λίγο;» ρωτάει ευγενικά εκείνη, δείχνοντας με το μπαστούνι της τα έξι σκαλιά που τη χωρίζουν από το επίπε- δο της πλατείας στο οποίο είναι απλωμένα τα τραπέζια του καφέ. «Ευχαρίστως» απαντάει ο Άλκης και σηκώνεται, αφήνει το πουράκι στο τασάκι, κατεβαίνει τα σκαλιά και στέκεται στα αριστερά της. Μυρίζει όμορφα, ένα παλιό, ακριβό άρωμα. Για μια στιγμή ένα σφίξιμο κυλάει στο διάφραγμά του. Ο συνειρμός είναι άδι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=