Η σέχτα

Η Σ Ε Χ Τ Α 13 Ο Τομ ρωτά τα παιδιά που βρίσκονται πιο κοντά αν είδαν τον Ώσιαν. Τα παιχνιδόσπιτα. Ίσως κρύβεται στα παιχνιδόσπιτα. Ο Φρέντρικ τρέχει προς τα εκεί, αλλά ήδη από μακριά βλέπει ότι είναι άδεια. Πού αλλού μπορεί να... Λες να είναι ανάμεσα στα δέντρα; Μόνος; Αν είναι έτσι, κάποιος πρέπει να το ξέρει… Η Φελίσια. Είπε ότι είχε δει πριν τον Ώσιαν. Τρέχει πίσω στον Τομ και στα άλλα παιδιά. Ο λαιμός του τον γρατζουνάει, ιδρώτας τρέχει από το μέτωπο και κατά μήκος της πλάτης του. Η Φελίσια είναι εκεί και χτίζει έναν πύργο από άμμο με έναν κουβά. Λες και δεν συμβαί­ νει τίποτα. Σαν να μην καταστρέφεται ο κόσμος. «Φελίσια» λέει, προσπαθώντας να μην ακούγεται όσο άγριος νιώθει μέσα του. «Είπες ότι είδες τον Ώσιαν. Πότε έγινε αυτό;» «Όταν μιλούσε με τη χαζή θεία» λέει εκείνη χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από τον αμμόλοφό της. «Τη χαζή...» λέει ο Φρέντρικ και ο λαιμός του γίνεται τραχύς σαν γυαλόχαρτο. «Ήταν γριά θεία;» Η Φελίσια κουνάει αποφασιστικά το κεφάλι καθώς ισιώνει τον αμμόπυργο με ένα φτυάρι. «Όχι γριά» λέει. «Σαν τη μαμά μου. Είχε γενέθλια, άρα είναι τριάντα πέντε». Ο Φρέντρικ καταπίνει με δυσκολία. Κάποιος ήταν εκεί. Κάποιος ήταν εκεί και μίλησε με το παιδί του. Κάποιος που δεν ήταν παιδαγωγός ή γονιός. Ένας άγνωστος. Κάθεται οκλαδόν δίπλα στη Φελίσια και αντιστέκεται στην παρόρ­ μηση να την ταρακουνήσει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=