Η σέχτα

C A M I L L A L A C K B E R G & H E N R I K F E X E U S 12 Η Ζένια προχωράει στον διάδρομο, τον πλησιάζει. Τα δίχρονα πίσω της πετάνε δαχτυλομπογιές το ένα στο άλλο, με ουρλιαχτά ισόποσου γέλιου και τρόμου. «Γεια σου, Φρέντρικ» λέει. «Ξέχασες κάτι; Ο Ώσιαν είναι στο πάρκο με τον Τομ». Η αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά επιστρέφει τόσο γρή­ γορα, που σχεδόν τον ρίχνει κάτω. Τώρα πια δεν είναι μια μικρή ριπή ανέμου στον λαιμό. Είναι γροθιά στο στομάχι. «Δεν είναι στο πάρκο» λέει. «Από εκεί έρχομαι. Ο Τομ είπε ότι μάλλον είναι μαζί σου». «Όχι, δεν είναι εδώ. Κοιτάξατε στις κούνιες;» «Ναι. Δεν είναι εκεί σου λέω. Γαμώτο». Κάνει αναστροφή και ορμάει πάλι έξω. Έχει συμβεί κάποιο παιδί να το σκάσει από το νηπιαγωγείο. Όπως η Φελίσια. Κάποτε κατάφερε να φτάσει στο σπίτι πριν αντι­ ληφθούν οι παιδαγωγοί ότι έλειπε. Κατά πάσα πιθανότητα οι γονείς της δεν συνήλθαν από τότε. Αναρωτιέται αν συ­ νηθίζεται αυτό το συναίσθημα. Το μισεί. Τρέχει πίσω στον λόφο. Το γαμημένο κουτί με τα λέγκο τού χτυπά τα πόδια. Ο δρόμος του είναι γεμάτος παιδιά. Ψάχνει απεγνωσμένα ανάμεσά τους και προσπαθεί να ηρε­ μήσει. Ο πανικός δεν ωφελεί. Κανένα από τα παιδιά δεν είναι όμως ο Ώσιαν. Κανένα δεν είναι ο γιος του. Ο Τομ κλείνει τα μάτια όταν βλέπει τον Φρέντρικ να επιστρέφει. Μοιάζει να κατάλαβε αμέσως. «Εδώ πρέπει να είναι» λέει ο Φρέντρικ, αφήνοντας κά­ τω την τσάντα για να μπορεί να κινηθεί πιο γρήγορα μέσα στο πάρκο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=