Η πρώτη λέξη
[ 9 ] 1 Δ εν το είχα φανταστεί ότι ο ήλιος θα μου έφερνε τόσο έντονα στον νου τον αδελφό μου. Δεν αγαπούσε ιδιαί- τερα τον ήλιο. Φορούσε πάντα το καλοκαίρι ένα καπέλο από καφέ τσόχα που είχε αγοράσει στην Ιταλία. Πίστευε ότι τον προστάτευε καλύτερα από τα ψάθινα. Δεν το αποχωριζόταν παρά μόνο όταν έκανε μπάνιο. Το άφηνε πάνω στην άμμο ή πάνω στα βότσαλα, μαζί με το που- κάμισό του, το πεσκίρι του, τα σανδάλια του και το βιβλίο του. Τον κούραζε το φως του ήλιου, ισχυριζόταν ότι συ- νέθλιβε το τοπίο. – Κανένα τοπίο δεν είναι ωραίο το μεσημέρι, έλεγε. Φορούσε και γυαλιά ηλίου. Τον θυμάμαι μικρό να δο- κιμάζει τα γυαλιά του πατέρα μας. Δεν κατάφερνε να τα στερεώσει πάνω στη μύτη του παρά μόνο στρέφοντας το πρόσωπό του προς τον ουρανό. – Θα τα σπάσεις! τον προειδοποιούσα. Μια φορά του έπεσαν πράγματι και ράγισε το ένα γυαλί.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=