Η ωραία της ημέρας
Η ΩΡΑΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ | 19 φορώντας για το παγωμένο ρυάκι που κυλούσε στην πλάτη της, ένιωσε πρωτόγνωρη χαρά. Προτού έρθει ο Πιερ να τη βοηθήσει, εκείνη ήταν κιόλας όρθια κι έλαμπε ολόκληρη. Συνέχισαν τον δρόμο τους. Όταν έφτασαν μπροστά σ’ ένα μικρό πανδοχείο, ο Πιερ σταμάτησε. – Δεν μπορούμε να πάμε παραπέρα. Ξεκουράσου, της είπε. Ήταν ακόμη νωρίς το πρωί, ψυχή δεν υπήρχε στο σαλόνι. Ο Πιερ έριξε μια ματιά γύρω του και της πρότεινε: – Πάμε να καθίσουμε έξω, τι λες; Θα μας ζεσταίνει ο ήλιος. Καθώς η πατρόνα έφτιαχνε το τραπέζι τους στην μπροστι νή πλευρά του πανδοχείου, η Σεβερίν είπε: – Κατάλαβα αμέσως πως δεν σου άρεσε αυτό το μέρος. Γιατί όμως; Είναι πεντακάθαρο. – Πολύ. Το τρίβουν και το ξανατρίβουν ώσπου δεν αφήνουν τίποτα. Στα μέρη μας, βλέπεις την πατίνα του χρόνου ακόμα και στο πιο ταπεινό καπηλειό. Τα πάντα αποπνέουν τη μυ ρωδιά της επαρχίας. Πρόσεξες ότι εδώ όλα είναι ορατά – τα σπίτια, οι άνθρωποι; Μήτε σκιά, μήτε μυστικό, δηλαδή καμιά ζωή. – Πόσο καλός είσαι μαζί μου, είπε γελώντας η Σεβερίν, δεν περνάει μέρα που να μη μου πεις πως μ’ αγαπάς για την καθαρότητά μου. – Σωστά, αλλά εσύ είσαι το βίτσιο μου, αποκρίθηκε ο Πιερ αγγίζοντας με τα χείλη του τα μαλλιά της. Η πατρόνα τούς έφερε χωριάτικο ψωμί, σκληρό τυρί και μπίρα. Τα εξαφάνισαν πολύ γρήγορα. Ο Πιερ και η Σεβερίν έφαγαν με όλβια όρεξη. Πού και πού κοιτούσαν προς το στενό φαράγγι που φιδογύριζε από κάτω τους και προς τα έλατα – κάθε κλαδί τους βαστούσε ένα εύθραυστο αδράχτι
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=