Η ντροπή

A N N I E E R N A U X 12 πιάτα, σκούπισε τον μουσαμά, συνέχιζε όμως να εξαπολύει κατηγόριες στον πατέρα μου, στριφογυ- ρίζοντας μες στην κουζίνα, τόση δα ήτανε, σφη- νωμένη ανάμεσα στο καφεπαντοπωλείο και στη σκάλα που οδηγούσε επάνω, όπως έκανε κάθε φο- ρά που ήταν ζοχαδιασμένη. Ο πατέρας μου καθό- ταν ακόμη στο τραπέζι, δίχως ν’ απαντά, με το κεφάλι στραμμένο προς το παράθυρο. Ξάφνου, άρχισε να τρέμει σπασμωδικά και να ξεφυσάει. Σηκώθηκε και τον είδα ν’ αρπάζει τη μητέρα μου, να τη σέρνει στο καφέ, ουρλιάζοντας με μια φωνή βραχνή, ασυνήθιστη. Ανέβηκα τρέχοντας επάνω κι έπεσα στο κρεβάτι, με το πρόσωπο χωμένο στο μαξιλάρι. Ύστερα άκουσα τη μητέρα μου να τσιρί- ζει: «Κόρη μου!». Η φωνή της ερχόταν από το κε- λάρι, δίπλα στο καφενείο. Όρμησα στα σκαλιά, φωνάζοντας «Βοήθεια!» όσο πιο δυνατά μπορούσα. Στο κακοφωτισμένο κελάρι, ο πατέρας μου είχε γραπώσει τη μητέρα μου απ’ τους ώμους, μπορεί κι απ’ τον λαιμό. Στο άλλο του χέρι, κρατούσε το τσεκούρι με το οποίο έκοβε καυσόξυλα – το είχε τραβήξει από το κούτσουρο όπου ήταν συνήθως καρφωμένο. Αποκεί και πέρα το μόνο που θυμάμαι είναι λυγμοί και κραυγές. Ύστερα βρεθήκαμε πάλι οι τρεις μας στην κουζίνα. Ο πατέρας μου είναι καθισμένος κοντά στο παράθυρο, η μητέρα μου όρθια κοντά στη στόφα κι εγώ κουλουριασμένη στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=