Τα χρονικά του Άρανμορ 3: Η μάχη των Θυελλοφυλάκων

12 τους. Πετούσε όλο και πιο ψηλά, με τα πανίσχυρα φτερά του να σκίζουν τα φουρτουνιασμένα σύννεφα. «Φεύγει!» φώναξε ο Σαμ. ΟΦιον πήδησε από τον βράχο. «Πετάει προς τον βορ- ρά. Γρήγορα να τον ακολουθήσουμε!» Έφυγαν βιαστικά, με τη μαγεία του Φιον να χαράζει τα χνάρια της στο χορτάρι, καθώς έτρεχαν προς το δάσος. Τίναξε το χέρι μπροστά και τα δέντρα λύγισαν προς τα πίσω, με τα κλαδιά να τρίζουν, καθώς γυρνούσαν μακριά τους. Οι τρεις τους βρέθηκαν λαχανιασμένοι στην άλλη πλευρά, μα δε σταμάτησαν. Πήδησαν πάνω από ένα μι- σόξερο ρυάκι και όρμησαν μέσα από τη φάρμα του Τομ Ρόουαν. Τα πρόβατα σκόρπισαν δώθε κείθε βελάζοντας, με την ανάσα του ανέμου στο κατόπι τους. Ο αέρας έσπα- σε στα δυο τον φράχτη και πέταξε τις πέτρες στην άκρη, καθώς ο Φιον και οι φίλοι του στρέφονταν προς τους λόφους. Μέχρι να τους ανέβουν, είχαν λαχανιάσει για τα καλά. Ο Έενβαρ πετούσε όλο και πιο μακριά. Έμοιαζε με κομήτη που έσκιζε τα σύννεφα. Η χαρά του Φιον άρχιζε να σβήνει. Η απογοήτευση φούντωνε στη θέση της κι ένας φόβος τρύπωνε ύπουλα στο αίμα του, παγώνοντάς το. Οάνεμος κόπαζε. Ημαγεία του έσβηνε. « Εκεί ! Μόλις πέρασε πάνω από τους γκρεμούς!» είπε κοντανασαίνοντας η Σέλμπι. «Ελάτε, παιδιά. Είμαστε τόσο κοντά». Κατέβηκαν κουτρουβαλώντας τον λόφο, με τις βορινές

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=