Η Μάρτα κοιμάται

15 Νάντια Κλείνω το στόμα χωρίς να πω τίποτα. Το μόνο που αντιτάσσω τελικά στην ανησυχία του άντρα με το μουστάκι είναι ένα χα­ μόγελο. Προφανώς και για την κατάρρευσή μου έφταιγε αυτή η –πώς το είπε;– διαολεμένη ζέστη . Δεν υπάρχει κανένας λόγος να με υποψιάζονται για κάτι. Μα το χαμόγελό μου παγώνει σχεδόν αμέσως, και ο τρόμος με χτυπάει σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ακριβώς μπροστά μου είναι πεσμένη στο πάτωμα η τσάντα μου, και δίπλα της, απλωμένη σαν παλιά, ξεφτισμένη σφουγγαρίστρα, η ξανθιά περούκα. Ση­ κώνω αντανακλαστικά τα χέρια και ψηλαφώ το κεφάλι μου, τα σφιχτά δεμένα μαλλιά μου – τα δικά μου. Ο παρατηρητικός άντρας με το μουστάκι σκύβει, μου δίνει την περούκα και γυ­ ρίζει ευγενικά από την άλλη, ενώ εγώ τη φοράω βιαστικά με τρεμάμενα δάχτυλα. Πιο παλιά αναρωτιόμουν συχνά πώς θα ήμουν με ξανθά μαλλιά, και ήμουν βέβαιη ότι θα ένιωθα άλλος άνθρωπος. Τώρα, με την ανοιχτόξανθη φράντζα να κρέμεται στραβά πάνω από το δεξί μου μάτι, αισθάνομαι απλώς αφά­ νταστα γελοία. «Έφτασε και το νερό!» Μια γυναίκα με πολύχρωμη, λουλου­ δάτη ποδιά έρχεται τρεχάτη από τη μεριά των ψυγείων. Τα αγχωμένα, βιαστικά βήματά της κάνουν το παχουλό σώμα της να σείεται ολόκληρο. Μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Αντί να πάρω το μπουκάλι με το νερό, παρακαλώ να μου πιάσουν την τσάντα μου. Την ανοίγω και αρχίζω να ψαχουλεύω. Πορτο­ φόλι, κλειδιά σπιτιού και αυτοκινήτου, το χαρτί με τις οδηγίες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=