Η Μάρτα κοιμάται
Η Μ Α Ρ Τ Α Κ Ο Ι Μ Α Τ Α Ι 13 Θυμάμαι ένα καρό κοντομάνικο πουκάμισο, ένα παχύ, κιτρινι σμένο από τη νικοτίνη μουστάκι, και το βροντερό του γέλιο με το καλαμπούρι που έκανε καθώς μου έδινε τα ρέστα. «Αθάνα τα αυτοκίνητα, αλλά τη ρουφάνε σαν νεροφίδες τη βενζίνη, ε;» Αναφερόταν στο Land Rover. «Δεν είναι δα και ν’ απορείς, μ’ αυτή τη διαολεμένη ζέστη που έχει σήμερα» λέει τώρα. Αυτή τη φορά αναφέρεται σ’ εμέ να, τη γυναίκα που κατέρρευσε ξαφνικά μπροστά στο ταμείο του. Ακούγεται πάλι το βροντερό γέλιο του, και μετά: «Ανελίζ, φέρε ένα μπουκάλι νερό!». Σιγά σιγά τα μάτια μου ξεθολώνουν. Προσπαθώ να σηκωθώ όρθια, αλλά κάπως άγαρμπα. «Ένα λεπτό! Μη βιάζεστε!» Ο άντρας με το μουστάκι με πιάνει από το μπράτσο για να με βοηθήσει. Το δεξί μου γόνατο τρέμει σαν να μου έχουν βγάλει την άρθρωση και να έχουν γεμίσει το κενό με ζελέ. «Αχ, καημε νούλα μου, τι ήταν αυτό που πάθατε». Καρφώνει το βλέμμα του στο ματωμένο μέτωπό μου. Ανοίγω το στόμα για να του πω πως είμαι εντάξει. Πως είμαι απλώς λίγο ευαίσθητη και αρκετά αγχωμένη, ότι –πέρα από χθες το βράδυ– δεν έχω οδηγήσει ούτε μία φορά από τότε που πήρα το δίπλωμα και πως η δια δρομή μέχρι εδώ ήταν σκέτη κόλαση –κάθε φορά που στένευε η λωρίδα νόμιζα πως θα τρακάρω, ενώ κάθε αυτοκίνητο πίσω μου σήμαινε πως με ακολουθούσαν– και πως, αν το καλοσκε φτείς, ήταν απλώς θέμα χρόνου να κλιμακωθεί όλο αυτό το άγχος σε ξεγυρισμένη κρίση πανικού. Σε μια πτώση από το χείλος του γκρεμού στο κατακόκκινο νερό.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=