Η Μάρτα κοιμάται

R O M Y H A U S M A N N 12 Έχουμε Σάββατο, είκοσι Ιουλίου. Τέσσερις πτώσεις σε ένα ει­ κοσαήμερο. Θα έπρεπε να νιώθω ευγνώμων, κάποτε ήταν ακό­ μα χειρότερα τα πράγματα. Φέρνω το χέρι μου στο μέτωπό μου και νιώθω ένα μικρό εξόγκωμα, ένα καρούμπαλο, και κάτι υγρό. Αίμα. Πρέπει να έσκασα κάτω με το κεφάλι. Μου έπεσε η πίε­ ση. Τα βλέφαρά μου πεταρίζουν σαν φτερούγες εντόμου. Η λι­ ποθυμία με τραβάει κοντά της. Θα φώναζα βοήθεια, αν δεν είχα πνιγεί προ πολλού στο κατακόκκινο νερό. Μην ανησυχείς, απλώς κοιμάται. Ξυπνάω. Το δάπεδο αποκάτω μου είναι πάλι στέρεο· πρέπει να ξε­ βράστηκα στην ακτή. Κάποιος με βοηθάει να ανακαθίσω και με ρωτάει: «Συνήλθατε καθόλου;». Γνέφω καταφατικά, νομίζω. Προσπαθώ να προσανατολιστώ. Βλέπω το ράφι με τις σοκολάτες, τον καταψύκτη. Βρίσκομαι στο μίνι μάρκετ ενός μικρού, μάλλον παρακμιακού βενζινάδι­ κου πάνω στον Α13. Βενζίνη σούπερ, 1,51 ευρώ. Ντίζελ, 1,43. Πάρκαρα το παλιό Land Rover μπροστά στη μία από τις δύο αντλίες, βγήκα έξω και άρχισα να κοιτάζω γύρω μου σαν κυ­ νηγημένη. Δεν υπήρχε κανείς. Ούτε κάποιο όχημα που να σταμάτησε στο βενζινάδικο έπειτα από μένα, ούτε κάποιο άλλο που να βρισκόταν ήδη εκεί όταν έφτασα. Από την τζαμαρία του μαγα­ ζιού είδα τον ταμία να τεντώνει με περιέργεια τον σβέρκο του. Έτσι, έκανα κάτι φυσιολογικό, αναμενόμενο. Γέμισα το ρεζερ­ βουάρ μου, κλείδωσα το αμάξι και πήγα να πληρώσω. «Της έπεσε η πίεση, αυτό είν’ όλο» ακούω να λέει ένας άντρας. Στην αρχή το πρόσωπό του είναι απλώς μια θολή κηλί­ δα· αλλά υποθέτω ότι πρόκειται για τον ταμία του βενζινάδικου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=