Η Μάρτα κοιμάται

Η Μ Α Ρ Τ Α Κ Ο Ι Μ Α Τ Α Ι 21 μονωμένη ζωή στο χωριό. Η μητέρα της, που όλη την ώρα έκλαι­ γε χωρίς λόγο. Ο πατέρας του και οι συμπότες του, που έβριζαν τις πόλεις χωρίς να τις έχουν επισκεφθεί ποτέ. Η ταινία της ζωής της, αυτό το ανιαρό, αργό, αδιάφορο δράμα. Οι πελάτες του πανδοχείου, που έρχονταν και ήξεραν ακριβώς πότε θα αναχωρήσουν. Πότε θα είχαν την ευτυχία να αναχωρήσουν. Ενίοτε μέχρι και ο παππούς της, που δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να σπαταλάει τον χρόνο του μ’ αυτές τις ηλίθιες παλιές ταινίες. Ο παππούς δεν έλεγε πια: « Η γυναίκα της βιτρίνας », διότι στο μεταξύ είχε πεθάνει. Η εικοσιδυάχρονη Νέλλη άκουγε απλώς τη φωνή του νοερά όποτε έβαζε μια κασέτα στο βίντεο. Και μετά πάντα αναστέναζε. Για τον παππού της, που της έλειπε αφόρητα. Χωρίς αυτόν, η μοναξιά πίσω από το γκισέ ήταν αβά­ σταχτη. Και για τον Ρίτσαρντ. Που ήταν καλός άνθρωπος και κάπως πήγε και μπλέχτηκε σε όλο αυτό το μπέρδεμα με την Άλις και τον Κλοντ. Η Νέλλη ήξερε πλέον εκ πείρας πώς ήταν να μπλέκεις σε κάτι χωρίς καμία πρόθεση να βλάψεις κανέναν. Πόσο θα ’θελε να το είχε πει αυτό στη γυναίκα που πάρκαρε εκείνο το πρωί στο προαύλιο του πανδοχείου και μετά πήγε να τη βρει στη ρεσεψιόν. Δεν ήθελε δωμάτιο· ήθελε απλώς να της μιλήσει. Να της ξεκαθαρίσει κάτι. Και να την προειδοποιήσει. Στο μυαλό της Νέλλης χόρευαν οι σωστές προτάσεις. Οι εξηγήσεις, οι συγγνώμες, αλλά και όλα τα πράγματα που θα μπορούσε να πει για να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Η αντεπί­ θεση. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είπε τίποτα, ούτε λέξη. Απόμεινε βουβή σαν ψάρι. Απλώς έγνεφε, ντρεπόταν και από μέσα της ευχόταν να φύγει αυτή η γυναίκα και να μην επιστρέ­ ψει ποτέ ξανά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=