Η Μάρτα κοιμάται
Η Μ Α Ρ Τ Α Κ Ο Ι Μ Α Τ Α Ι 17 μισό δωμάτιο. Πίσω του, σε μια περιστρεφόμενη καρέκλα, κά θεται ένα αγοράκι. Πρέπει να είναι έξι επτά χρονών. Πυρρόξαν θες μπουκλίτσες, λεπτοκαμωμένο, χλωμό πρόσωπο, μυτερό πι γούνι. Ένα τρυφερούδι, που πασχίζει να ανθίσει μέσα στις ανα θυμιάσεις της νικοτίνης. Μπροστά του έχει τα σύνεργα της ζωγραφικής, ένα μπλοκ και ένα κουτί ξυλομπογιές. Είναι ολό τελα απορροφημένος σ’ αυτό που κάνει, και δεν παρατηρεί την παρουσία μας παρά μόνον όταν η Ανελίζ λέει: «Τίμι, σήκω. Χρειαζόμαστε την καρέκλα για να καθίσει η καημένη η κυρία». Το αγόρι σηκώνεται αμίλητο και με κοιτάζει με τα πελώρια, καταγάλανα μάτια του. Ντροπιασμένη, ισιώνω πρώτα την πε ρούκα μου και μετά στρώνω το μπλουζάκι μου. Νιώθω σαν παλιάτσος. Ο Χέρμπερτ τσουλάει την καρέκλα γύρω από το γραφείο και με μια ευγενική χειρονομία λέει: «Καθίστε, παρα καλώ». Κάθομαι και στρίβω, ώστε να αποφύγω το βλέμμα του Τίμι. Μα δεν τα καταφέρνω. Τώρα έρχεται κι εκείνος να σταθεί μπρο στά από το γραφείο, με τα μάτια του κολλημένα πάνω μου. Είναι ο εγγονός τους, με πληροφορεί η Ανελίζ χαϊδεύοντας το κεφάλι του. Τον προσέχουν εκείνοι, διότι η κόρη τους, η μητέρα του Τίμι, εργάζεται σε ένα εργοστάσιο πλαστελίνης λίγο έξω από το Τσόσεν. Εγώ γνέφω ζωηρά, κι ας μην αντέχω να ακούω για οικογένειες. Αλλά ακόμα λιγότερο αντέχω το βλέμμα με το οποίο με κοιτάζει ο μικρός αυτή τη στιγμή. Στα μάτια του δια κρίνω εκατοντάδες ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Και θάνατο.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=