Η Μάρτα κοιμάται

R O M Y H A U S M A N N 16 της διαδρομής, κινητό, τσίχλες. Και, τέλος, αυτό που έψαχνα: τα χάπια μου. Ο ταμίας του βενζινάδικου με παρακολουθεί προ­ σεκτικά. Αποφασίζω να μην πάρω το φάρμακό μου κάτω από το περίεργο βλέμμα του. Δεν θέλω να με περάσει για άρρωστη, έτσι κι αλλιώς θα ήταν κακή ιδέα να πάρω κάτι αυτή τη στιγμή. Έχω να οδηγήσω, δεν έχω φτάσει ακόμη στον προορισμό μου. «Πιείτε τουλάχιστον μια γουλιά νερό!» επιμένει η κυρία με την ποδιά. Στο ένα της χέρι εξακολουθεί να κρατάει το μπου­ κάλι, ενώ με το άλλο μού χαϊδεύει το μάγουλο. Έτσι όπως κου­ νάει το χέρι της, μου έρχεται μια μυρωδιά γλυκερού ιδρώτα και τηγανόλαδου. «Χέρμπερτ, είναι άσπρη σαν το πανί» λέει στον άντρα, και μετά: «Ίσως πρέπει να καλέσουμε ασθενοφόρο», κι εγώ: «Όχι, σας παρακαλώ». Ο Χέρμπερτ και η γυναίκα του, η Ανελίζ. Μου θυμίζει τη θεία Έβελιν, που τη θυμάμαι να φοράει πάντα την ποδιά της. Με τα χέρια στην παχουλή της μέση, κι εκείνο το ύφος ζωγραφισμένο στο πρόσχαρο κατά τ’ άλλα, ρυτιδιασμένο πρόσωπό της, σαν να έλεγε: Χριστός κι Απόστολος, παιδί μου, τι ζημιά έκανες πάλι; Αφήνουν το νερό στην άκρη και αποφασίζουν ότι μάλλον χρειά­ ζομαι ένα ποτό για να στυλωθώ. Σναπς δαμάσκηνο, σπιτικό. Σίγουρα πολύ καλύτερο από το βιομηχανοποιημένο νερόπλυμα που περιέχουν τα μπουκαλάκια δίπλα στο ταμείο. «Δεν υπάρχει λόγος να φωνάξετε ασθενοφόρο, ήδη νιώθω πολύ καλύτερα» τους διαβεβαιώνω πάλι, πράγμα που πρέπει να τους φαίνεται μάλλον ηλίθιο, δεδομένου ότι κανένας από τους δύο δεν έχει αναφερθεί ξανά σ’ αυτό το θέμα. «Εντάξει, όπως θέλετε» αποκρίνεται παρ’ όλα αυτά ο Χέρμπερτ. Με οδηγούν σε ένα δωματιάκι πίσω από το μαγαζί. Ο χώρος μυρίζει τσιγαρίλα και δεν θα μας χωρούσε όλους ακόμα κι αν δεν υπήρχε το πελώριο γραφείο που καταλαμβάνει σχεδόν το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=