Η κυρία που λυπάται

Π Ε Τ Ρ Ο Σ Τ Α Τ Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ [ 18 ] στάλα φιλύποπτοι (ευτυχώς δεν εντόπιζα συχνά ανάλο- γους παρείσακτους στο πιστό μου ακροατήριο), θα πα- ρατηρούσατε ότι επιχειρούσα πολύ άγαρμπα, απροκάλυ- πτα, σχεδόν ξετσίπωτα, να σπρώξω τους λιγότερο πετυ- χημένους τίτλους μου –εκτός από τον πρώτο, δυσεύρετο άλλωστε στην αγορά– και ουδέποτε θα σας συνιστούσα τα εκδοτικά μου γκανιάν, τίτλους όπως το Δεν το βάζω κάτω ή το αξεπέραστο (μονάχο του πούλησε όσο όλα τα άλλα μαζί), το σούπερ ντούπερ Δικαιούμαι να ευτυχήσω . Χέστηκα τι ταίριαζε και τι δεν ταίριαζε στον πελάτη μου. Εν συντομία; Χέστηκα για τον πελάτη μου. Θέλετε και τη δεύτερη τετριμμένη από τις τετριμμένες ερωτήσεις; «Μα πότε προλαβαίνετε και τα γράφετε;». Εδώ αναστέναζα. Εδώ πάντοτε αναστέναζα, λες και δια- κριτικά άφηνα να ξεμυτίσει από ένα αόρατο σακβουαγιάζ ο σταυρός του μαρτυρίου. «Δεν είναι εύκολο» παραδεχό- μουν στωικά · «όταν όμως κάνεις αυτό που κάνεις με αγά- πη, αντλείς δύναμη από την ίδια την αγάπη». Πάντοτε εντυπωσίαζε αυτός ο διπλός πλεονασμός. Οι πλεονασμοί εν γένει. Οι επαναλήψεις μέχρι λιποθυμίας. Μια μέρα που κωλοβάραγα, έδωσα εντολή στον υπο- λογιστή μου να καταμετρήσει πόσες φορές επαναλαμβά- νω λέξεις σαν την αγάπη στα βιβλία μου. Ξεκίνησα την καταμέτρηση αυτονόητα από το Αγάπη πέρα από τα όρια , το τέταρτο πόνημά μου, όπου το απεχθές ουσιαστικό έχει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=