Η κυρία Νταλογουέι

V I R G I N I A W O O L F 8 Ιούλιο, ξεχνούσε ποιον µήνα, γιατί τα γράµµατά του ήταν φοβερά βαρετά · θυµόσουν τις φράσεις του · τα µάτια του, τον σουγιά του, το χαµόγελό του, την παραξενιά του και, όταν εκατοµµύρια πράγµατα είχαν εξαφανιστεί εντελώς –τι περίεργο!–, µερικές φράσεις σαν αυτή για τα λάχανα. Καθηλώθηκε για λίγο στην άκρη του πεζοδροµίου πε- ριµένοντας να περάσει το φορτηγάκι του Ντέρτνολ. Γοη- τευτική γυναίκα, σκέφτηκε ο Σκρόουπ Πέρβις (ξέροντάς την όπως ξέρει κανείς τους γείτονές του στο Γουέστµινστερ)· κάτι πάνω της θύµιζε πουλί, µια κίσσα, µπλε-πράσινη, ελαφριά, ζωηρή, παρόλο που είχε περάσει τα πενήντα κι είχε ασπρίσει πολύ µετά την αρρώστια της. Κοντοστάθηκε εκεί, χωρίς να τον βλέπει, περιµένοντας να περάσει, µε το κορµί στητό. Γιατί αν έχεις ζήσει στο Γουέστµινστερ –πόσα χρόνια τώρα; πάνω από είκοσι– νιώθεις ακόµα και µέσα στην κί- νηση ή όταν ξυπνάς τη νύχτα, η Κλαρίσα ήταν σίγουρη γι’ αυτό, µια σιγαλιά ξεχωριστή ή µια σοβαρότητα · µια παύση δυσπερίγραπτη · µια αγωνία (αλλά µπορεί και να ’ταν η καρ- διά της, που επηρεάστηκε, καθώς είπαν, απ’ τη γρίπη) προτού χτυπήσει το Μπιγκ Μπεν. Να το! Χτυπούσε. Στην αρχή µια προειδοποίηση, µελωδική · µετά η ώρα, αµετά- κλητη. Οι µολυβένιοι κύκλοι διαλύθηκαν στον αέρα. Πόσο ανόητοι είµαστε, σκέφτηκε διασχίζοντας την οδό Βικτόρια. Γιατί ένας Θεός ξέρει γιατί την αγαπάµε τόσο, γιατί τη βλέ- πουµε έτσι, την πλάθουµε, τη χτίζουµε γύρω µας, τη σω- ριάζουµε, κάθε στιγµή τη δηµιουργούµε ξανά · αλλά κι οι πλέον άχαροι, οι πιο αποκαρδιωµένοι δυστυχισµένοι που

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=