Η κυρία Νταλογουέι
7 Η κυρία Νταλογουέι είπε πως θα τα αγοράσει η ίδια τα λουλούδια. Γιατί η Λούσι είχε δουλειές να κάνει. Οι πόρτες έπρεπε να βγουν απ’ τους µεντεσέδες · οι άντρες του Ραµπλµάγιερ θα έφταναν από στιγµή σε στιγµή. Κι έπειτα, σκέφτηκε η Κλαρίσα Νταλογουέι, τι όµορφο πρωινό – δροσερό, σαν δώρο προορισµένο για τα παιδιά στην ακρογιαλιά. Τι τρέλα! Τι βύθισµα! Γιατί έτσι της φαινόταν πάντα όταν, µ’ ένα ελαφρό τρίξιµο των µεντεσέδων, που το άκουγε ακόµα και τώρα, άνοιγε διάπλατα την µπαλκονόπορτα και βουτούσε στον αέρα της εξοχής στο Μπόρτον. Πόσο φρέ- σκος και γαλήνιος, πόσο πιο ασάλευτος απ’ αυτόν εδώ, φυσικά, ήταν ο αέρας νωρίς το πρωί · σαν παφλασµός στο κύµα · σαν φιλί από κύµα · ψυχρός και κοφτερός, αλλά και βαρύς, για το δεκαοχτάχρονο τότε κορίτσι, που ένιωθε, καθώς στεκόταν εκεί, στην ανοιχτή µπαλκονόπορτα, πως κάτι φοβερό θα συµβεί · κοιτούσε τα λουλούδια, τα δέντρα µε τα δαχτυλίδια της αχλής να ξεδιπλώνονται στις κορυφές τους και τις κουρούνες που µια ανέβαιναν ψηλά µια χαµή- λωναν · στεκόταν και κοιτούσε, ώσπου είπε οΠίτερ Γουόλς: «Στοχάζεσαι ανάµεσα στα λαχανικά;» –κάπως έτσι το είπε;– «Εγώπροτιµώτους ανθρώπους απ’ τακουνουπίδια» – κάπως έτσι; Πρέπει να το είπε στο πρόγευµα κάποιο πρωί, όταν εκείνη είχε βγει στη βεράντα – ο Πίτερ Γουόλς. Μια απ’ αυτές τις µέρες θα ερχόταν απ’ την Ινδία, τον Ιούνιο ή τον
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=