Η κυρία Νταλογουέι

V I R G I N I A W O O L F 16 στο ταξί. Είχε καµία σηµασία, λοιπόν, αναρωτήθηκε περ- πατώντας προς την οδό Μποντ, είχε σηµασία που µοιραία θα έπαυε να υπάρχει; Που όλα αυτά θα έπρεπε να συνεχι- στούν χωρίς αυτήν; Πόσο της κακοφαινόταν αυτό · ή µήπως δεν ήταν ανακουφιστικό να πιστεύει ότι µε τον θάνατο τε- λειώνουν τα πάντα; Αλλά ότι µε κάποιον τρόπο στους δρόµους του Λονδίνου, στην παλίρροια των πραγµάτων, εδώ, εκεί, αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει, οΠίτερ εξακο- λουθούσε να υπάρχει, ζούσαν ο ένας µέσα στον άλλον, αυ- τή ήταν κοµµάτι, ήταν βέβαιη, των δέντρων της πόλης · του σπιτιού εκεί πέρα, εκείνου του άσχηµου σπιτιού που κατέρ- ρεε · κοµµάτι των ανθρώπων που δεν είχε συναντήσει ποτέ · απλωµένη σαν αχλή ανάµεσα στους ανθρώπους που γνώρι- ζε καλύτερα, κι αυτοί τη σήκωναν στα κλαριά τους, όπως είχε δει τα δέντρα να σηκώνουν την αχλή, µόνο που έτσι εκτεινόταν τόσο µακριά η ζωή της, η ίδια. Αλλά τι ονειρευ- όταν την ώρα που κοιτούσε τη βιτρίνα του Χάτσαρντς; Τι προσπαθούσε να επαναφέρει στη µνήµη της; Ποια εικόνα λευκήςαυγήςστην εξοχή, καθώς διάβαζεστοανοιχτόβιβλίο: Δε φοβάσαι ζέστη πια ούτε λύσσα χειµωνιάς*. Αυτή η τελευταία εποχή που βίωσε ο κόσµος είχε γεν- νήσει σ’ όλους τους, όλους τους άντρες κι όλες τις γυναί- κες, ένα ποτάµι δάκρυα. Δάκρυα και λύπες · κουράγιο και * Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Κυμβελίνος , μτφρ. Β. Ρώτας-Β.Δαμιανάκου, εκδ. Επικαιρότητα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=