Η κρεμάλα

H Κ Ρ Ε Μ Α Λ Α 23 Τα μισούσε αυτά τα πράγματα: τόσο αμήχανα, τόσο ψεύτικα, μια τόσο απογοητευτική αποπομπή έπειτα από δεκαετίες υπη- ρεσίας με τόσο πολλές φορές που την είχαν σκαπουλάρει στο τσακ και τόσο πολλές φριχτές αναμνήσεις αντί για ενθύμια. Στά- θηκε πίσω πίσω, χαμογελώντας μαζί με τους άλλους για να υπο- στηρίξει τον φίλο της, παρακολουθώντας τον Φίνλεϊ με στοργή. Ήταν ο τελευταίος πραγματικός σύμμαχος που είχε σε αυτό το μέρος, το τελευταίο φιλικό πρόσωπο που της είχε απομείνει, και τώρα έφευγε κι αυτός. Δεν του είχε αγοράσει ούτε καν μια κάρτα. Το τηλέφωνο του γραφείου της άρχισε να χτυπάει. Το αγνόησε και συνέχισε να παρακολουθεί τον Φίνλεϊ να απο- τυγχάνει οικτρά να προσποιηθεί ότι το μπουκάλι ουίσκι που είχαν τσοντάρει όλοι για να του πάρουν ήταν το αγαπημένο του. Το αγαπημένο του ήταν το Jameson – όπως και του Γουλφ. Το μυαλό της ταξίδεψε. Θυμήθηκε να κερνάει τον Φίνλεϊ ένα ποτό στην τελευταία τους φιλική συγκέντρωση. Είχε περάσει ένας χρόνος σχεδόν από τότε. Της είχε πει ότι δεν είχε μετανιώσει ποτέ για την έλλειψη φιλοδοξίας του. Την είχε προειδοποιήσει ότι ο ρόλος της αρχιεπιθεωρήτριας δεν έκανε γι’ αυτή, ότι θα βαριό- ταν, θα απογοητευόταν. Δεν τον είχε ακούσει, γιατί αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ο Φίνλεϊ ήταν ότι δεν την ενδιέφερε τόσο πολύ μια προαγωγή όσο ένας περισπασμός, μια αλλαγή, μια δι- έξοδος. Το τηλέφωνο του γραφείου της άρχισε πάλι να χτυπά και του έριξε μια δολοφονική ματιά. Ο Φίνλεϊ διάβαζε τις παραλλαγές του «Λυπόμαστε που φεύγεις», γραμμένες πάνω στην κάρτα με τα Minions, των οποίων κάποιος είχε λανθασμένα πιστέψει ότι ήταν λάτρης. Κοίταξε το ρολόι της. Στ’ αλήθεια έπρεπε να σχολάσει μια φυσιολογική ώρα, έστω για μία φορά. ***

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=