Η κούκλα

Η Κ Ο Υ Κ Λ Α 13 την ακτή. Ηρεμούσε στη σκέψη ότι εκείνη και η κόρη της θα κα­ τάφερναν γρήγορα να κολυμπήσουν ως την ακρογιαλιά αν η βάρ­ κα βυθιζόταν. Η Ρόουσα θα τα κατάφερνε χάρη στο σωσίβιο που φορούσε. Όσο για την ίδια, θα ξαναθυμόταν τα μαθήματα κολύμ­ βησης του σχολείου. Η βάρκα είχε μόνο ένα σωσίβιο κι εκείνο έμοιαζε να έχει γνωρίσει σίγουρα καλύτερες μέρες στο παρελθόν. Ήταν λερωμένο, φαινόταν βαρύ κι έτσι ήταν μάλλον απίθανο να κατάφερνε να κρατήσει έναν άνθρωπο στην επιφάνεια αν τα πράγματα πήγαιναν στραβά. Όμως όχι. Δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι. Αν συνέχιζε, σε λίγο σίγουρα θα άρχιζε να ουρλιάζει πανι­ κόβλητη στον Φρίκι να γυρίσει πίσω στην ακτή. Μόλις η Ντίσα γύρισε το βλέμμα της προς τη στεριά, πρόσεξε με έκπληξη πως είχαν απομακρυνθεί από το λιμανάκι πιο πολύ απ’ όσο φανταζόταν. Τα σπίτια στην ακτή μόλις που φαίνονταν. Όλα μαζί φάνταζαν από μακριά σαν μια πολύχρωμη ευθεία γραμ­ μή. Τα χαμηλότερα από αυτά είχαν εξαφανιστεί τελείως, ενώ τα πιο ψηλά φαίνονταν σαν καλύβες. Της ήταν σχεδόν αδύνατο πια να διακρίνει πού τελείωνε το ένα και πού άρχιζε το άλλο. Δεν πρόσεχε τον Φρίκι όσο θα έπρεπε. Έτσι, εκείνος μάλλον είχε πι­ στέψει πως, αφού αυτή δεν του έφερνε καμιά αντίρρηση, θα μπορούσε να ξανοιχτεί όσο γινόταν για να πετύχουν μια καλύτε­ ρη ψαριά. Εκτός κι αν για όλο αυτό έφταιγαν μόνο τα ρεύματα. Μπορεί εκείνα να είχαν οδηγήσει τη βάρκα τους τόσο μακριά. Και κάτι τέτοιο δεν θα της έκανε καμιά εντύπωση. «Κάτι είναι μες στα δίχτυα, μαμά!» Η Ρόουσα κοίταξε την Ντίσα με μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό κι ανυπομονησία. Ο γκρίζος σκούφος που συγκρατούσε τα μπερδεμένα μαλλιά της γινόταν ένα με τον βαρύ, μολυβένιο ουρανό. Για μια στιγμή νόμι­ σε πως η κόρη της είχε χάσει ολόκληρο το επάνω μέρος του κε­ φαλιού της, λες κι η Ρόουσα είχε γεννηθεί χωρίς μέτωπο ούτε κορυφή στο κεφάλι της. Κάτω από το τεράστιο σωσίβιο τα πόδια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=