Η κούκλα

Y R S A S I G U R D A R D O ΄ T T I R 16 στός, εσωστρεφής και ντροπαλός. Στη φύση και στη θάλασσα βρισκόταν στο στοιχείο του. Φαινόταν να έχει την κατάσταση στα χέρια του και σε τίποτα δεν θύμιζε τον ντροπαλό, φοβισμένο Φρίκι του γραφείου. Αντίθετα, έμοιαζε δυναμικός, τολμηρός κι αποφασιστικός. Κι όσο το ξανασκεφτόταν, ίσως τελικά να ήταν αυτός ο λόγος που της είχε προτείνει αυτή την εκδρομή στη θά­ λασσα. Κι όταν η Ντίσα του είχε πει πως δεν είχε καταφέρει να βρει κάποιον να κρατήσει την κόρη της, εκείνος δεν δίστασε να καλέσει και τη Ρόουσα. Ήξερε μάλλον πως θα τα κατάφερνε κα­ λύτερα στο γνώριμο περιβάλλον της βάρκας του παρά σε ένα καφέ της πόλης, ανάμεσα σε εύθραυστες κούπες και ποτήρια κι ένα σωρό από τραπέζια που αναποδογύριζαν με το παραμικρό κούνημα. Η Ντίσα δεν είχε πια καμιά αμφιβολία. Το ενδιαφέρον του προς εκείνη ήταν ολοφάνερο. «Δεν θα έρθεις να δεις τι έβγαλαν τα δίχτυα, μαμά;» ρώτησε η Ρόουσα τραβώντας τη μητέρα της από το μανίκι. «Ναι, φυσικά». Η Ντίσα έκανε μια ευχή αν και βασιζόταν σε μια μεγάλη απογοήτευση. Φοβόταν σοβαρά πως η Ρόουσα είχε σκοπό να μαγειρέψει τα μικρά ψαράκια που κείτονταν στο βάθος ενός πανάθλιου, βρόμικου κουβά στο κατάστρωμα. Μεμιάς απο­ μακρύνθηκε από τη γέφυρα κι άρχισε να παραπατάει στο κατά­ στρωμα. Στάθηκε δίπλα στην κόρη της κι άρχισε κι εκείνη να κοιτάζει από την κουπαστή τα μπλε δίχτυα που χάνονταν στα βάθη της θάλασσας. Τα κύματα δεν άφηναν τον Φρίκι να μαζέψει τα δίχτυα κι έτσι εκείνος άρχισε να τα τραβάει με μεγαλύτερη δύναμη και πιο γρήγορες κινήσεις. Στο τέλος τα δίχτυα φάνηκαν στον αφρό. Ο Φρίκι τα ανέβασε στη βάρκα και τα έριξε απότομα στο κατάστρωμα. Τα δίχτυα ήταν ασυνήθιστα φουσκωμένα κι από μέσα τους δεν ακουγόταν το γνώριμο σπαρτάρισμα των ψαριών που πιάνονται στα βρόχια τους. Κάτι παράξενο είχαν ψαρέψει. Δεν σπαρταρούσε όπως τα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=