Η κούκλα

Y R S A S I G U R D A R D O ΄ T T I R 14 της έμοιαζαν αδύνατα σαν κλαράκια, μέσα στο στενό τζιν παντε­ λόνι της. Τα φαρδιά μανίκια της νιτσεράδας της έκαναν τα χέρια της να μοιάζουν απίστευτα δυσανάλογα με τα πόδια. Αλλά η Ρόουσα, σαν γνήσιος θαλασσόλυκος, δεν έδινε δεκάρα για την εμφάνισή της εκείνη την ώρα. «Να δεις που βγάλαμε σολομό!» Η Ντίσα της απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο και προτίμησε να μην την προσγειώσει απότομα στην πραγματικότητα διαλύο­ ντας τις εξωπραγματικές προσδοκίες της. Ήδη από την πρώτη στιγμή που της είχε μιλήσει γι’ αυτή την εκδρομή με τη βάρκα, η Ρόουσα πρόσθετε κάθε μέρα κι από ένα μεγάλο ψάρι στη μακριά, φιλόδοξη λίστα της ψαριάς τους, αλλά και στο τραπέζι τους. Έτσι, το μενού που στην αρχή περιοριζόταν σε μια απλή, ταπεινή μπα­ καλιαρόσουπα κατέληξε να περιλαμβάνει έναν μεγαλόπρεπο αστακό που θα δέσποζε στον μπουφέ και θα έφτανε για την Ντίσα, τη γιαγιά, τον παππού και τις φίλες της από το σχολείο. Και φυσικά τον Φρίκι. Με τίποτα δεν έπρεπε να ξεχάσει τον κα­ πετάνιο, όσο λίγο κι αν τον ήξερε. Η κόρη της ήθελε πάντοτε να κάνει το σωστό και το δίκαιο. Ήταν σχεδόν εμμονική με την ακε­ ραιότητα και τη δικαιοσύνη. Από μικρή ήταν ήρεμη, τρυφερή και καλόκαρδη. Η Ρόουσα ήταν ένα υπέροχο παιδί, αν και η Ντίσα ανησυχούσε πολύ για το μέλλον της. Τα άγχη για την κόρη της ήταν η ειδικότητά της. Για την ακρίβεια, αυτά που την ανησυχού­ σαν περισσότερο ήταν εκείνα τα στοιχεία του χαρακτήρα της που η αμείλικτη κοινωνία των ενηλίκων συχνά υποτιμούσε και θεω­ ρούσε μειονεκτήματα: την ατολμία της, την έλλειψη πρωτοβουλίας, τους χαμηλούς της τόνους... Η Ντίσα φοβόταν πως η ζωή μια μέρα θα γονάτιζε τη Ρόουσα κι ύστερα θα την ξερνούσε στο πε­ ριθώριο τσακισμένη κι ανήμπορη. Και η Ντίσα γνώριζε πολύ κα­ λά τον λόγο. Η κόρη της είχε μεγαλώσει χωρίς πατέρα. Κι εκείνη, η μητέρα της, ένιωθε εντελώς ανίκανη να της προσφέρει αυτό που της έλειπε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=