Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της

Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ ΤΗΣ | 17 δάξουν σε ελληνικά τμήματα που υπάρχουν σε ορι­ σμένα γερμανικά σχολεία –είναι κι οι δύο δάσκαλοι–, νομίζω πως χάρηκε που θα γλίτωνε από μένα: που δε θα ’πρεπε να ξεβολεύεται όταν αρρώσταινα, να με ρωτάει τρεις φορές για να πάρει απάντηση, να αναρωτιέται γιατί έχω ολόισια μαλλιά σαν πράσα, ενώ όλοι, και στα δύο σόγια, έχουν σγουρά, γιατί ήμουν κοκαλιάρα και καμπούριαζα, γιατί ήμουν χλω­ μή –«ίδιο λειψανάκι»– και γιατί τα μάτια μου κοίτα­ ζαν εξεταστικά. Δεν ξέρω πώς κοίταζα, μα ξέρω πως δεν κοίταζα στο πουθενά, πως δεν είχα νερουλά μάτια, μα καστανά σκούρα, σχεδόν μαύρα, που έπιαναν πολύ χώρο στο μια σταλιά πρόσωπό μου. Χάρηκε λοιπόν η γιαγιά, είμαι σίγουρη, μόνο που τα ’βαλε με τον μπαμπά που θα πηγαίναμε να ζή­ σουμε στη Γερμανία. «Ξέχασες, φαίνεται, τον πατέρα σου.» Εκείνη μισούσε τους Γερμανούς, γιατί, τότε στον πόλεμο που είχαν σκλαβώσει την Ελλάδα, έπιασαν τον παππού και τον έβαλαν φυλακή· άλλο αν εκείνος κατάφερε να τους το σκάσει. Δε χώνευε όμως και τους Άγγλους, γιατί πάλι κάτι έγινε στην Ελλάδα αφού είχε τελειώσει πια ο πόλεμος, κι αυ­ τήν τη φορά ήταν οι Άγγλοι που συνέλαβαν τον παππού και τον έστειλαν εξορία κάπου στην Αφρι­ κή. Αλλά δεν αγαπούσε καθόλου και τους Αμερικά­ νους, γιατί έλεγε πως όλα τα κακά στη χώρα μας και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=