Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της

AΛKH ZEH 16 | Βενετία, που μιλούσε, τραγουδούσε, απάγγελλε ποιή­ ματα κι ακόμα δεν καμπούριαζε, όπως εγώ, αλλά στεκόταν ίσια σαν λαμπάδα. Όταν φώναζαν τη γιαγιά να ’ρθει να μείνει μαζί μου επειδή ήμουν άρρωστη –και ήμουν πολύ συχνά, πότε με αμυγδαλές, πότε με διάρροια, μα πιο πολύ με βρογχικά–, την άκουγα που έλεγε μόλις έμπαινε στο σπίτι: «Πάλι άρρωστο αυτό το παιδί!». Η μαμά, πριν φύγει για τη δουλειά, της έδειχνε τα φάρμακα που έπρεπε να πάρω κι άφηνε σ’ ένα ραφάκι κοντά στο κρεβάτι μου βιβλία και επιτραπέζια παιχνίδια. Η γιαγιά ούτε μου διάβαζε ούτε παίζαμε. Καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα μου και διάβαζε την εφημερί­ δα της σαν σπασίκλα μαθήτρια. Όταν εγώ ψηνόμουν στον πυρετό ή όταν πνιγόμουν στον βήχα, σταμα­ τούσε για λίγο το διάβασμα για να μου δώσει μια κουταλιά σιρόπι, κι ύστερα βυθιζόταν ξανά στην ανάγνωση. Κάθε φορά που γύριζε τη σελίδα, ταρα­ ζόμουν σαν ν’ άκουγα ένα παραθυρόφυλλο που το ’κανε ο αγέρας να χτυπάει. «Γιαγιά, πάψε να γυρί­ ζεις τη σελίδα», έλεγα μέσα στον λήθαργό μου και, γκαπ γκουπ, άκουγα τα εφημεριδόφυλλα, που βρο­ ντοκοπούσαν στο ερημωμένο σπίτι το τυλιγμένο στις αράχνες. Όταν η μαμά κι ο μπαμπάς τής είπαν πως θα πηγαίναμε στη Γερμανία γιατί είχαν διοριστεί να δι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=