Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της

Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ ΤΗΣ | 15 Ήταν δέκα χρονών η Βενετία και είχε όλες τις χά­ ρες πάνω της. Σαν την ξακουσμένη Βενετία, που λέει κι η γιαγιά, κι ας μην έχει πάει ποτέ της. Στο σπίτι της –στο σαλόνι, στο δωμάτιό της, παντού– υπάρ­ χουν φωτογραφίες. Η Βενετία μωρό, η Βενετία κορι­ τσάκι, η Βενετία μπαλαρίνα, η Βενετία ντυμένη απο­ κριάτικα: Χιονάτη, νεράιδα, Βενετσιάνα – με το κο­ στούμι που της είχε φέρει η νονά της από τη Βενετία. Είχε ξανθά μαλλιά, που έπεφταν κύματα κύματα ως τη μέση της, και φουσκωτά κόκκινα μάγουλα. Τα μάτια της όμως ήταν άχρωμα, νερουλά, παρόλο που η γιαγιά τα βρίσκει εκφραστικά, κι ας κοιτάζουν στο πουθενά μέσα από κάθε φωτογραφία. Γι’ αυτό ίσως δε μ’ άρεσε να πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς. Μου την έσπαγε με τη Βενετία. Καλά που είχε πεθάνει, γιατί, αφού δεν τη συμπαθούσα πεθαμένη, σκέφτομαι πόσο θα τη χώνευα ζωντανή. Η γιαγιά δεν πολυερχόταν σπίτι μας. «Αφού πή­ γατε και καθίσατε τέρμα θεού», έλεγε στον μπαμπά, κάθε φορά που της παραπονιόταν. Εκείνη μένει στην Κυψέλη, κι εμείς, αφότου γεν­ νήθηκα, είχαμε νοικιάσει σπίτι στην Αργυρούπολη. Δε νομίζω πως έφταιγε η απόσταση. Ήταν γιατί έζησα εγώ, ένα λειψανάκι δύο κιλά και κάτι, που σπάνια άνοιγα το στόμα μου να πω δυο κουβέντες –αφού τα ’λεγα όλα από μέσα μου–, και χάθηκε η

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=