Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της

AΛKH ZEH 14 | βούλευε η γιαγιά τη μαμά. «Αυτό το παιδί ούτε μιλάει ούτε λαλάει. Κάθεται ακίνητο σαν γλάστρα.» Και μπορεί να ’λεγε από μέσα της: «Σαν λειψανάκι». Η μαμά επέμενε πως στο σπίτι χοροπηδούσα στους καναπέδες, έκανα το σκυλάκι, το γατάκι, ακόμα και το γαϊδουράκι, παρόλο που δεν το είχα δει ποτέ μου. Η γιαγιά κουνούσε το κεφάλι και δεν την πίστευε. Τη λένε Ισμήνη τη γιαγιά, κι ο μπαμπάς ήθελε να με βγάλουν έτσι. Εκείνη όμως ούτε να τ’ ακούσει. Θα πέθαινα, φαίνεται, και δεν ήθελε να πάει τζάμπα το όνομα. Με βάφτισαν Κωνσταντίνα κι έζησα. Τον παππού, που δεν τον γνώρισα ποτέ, τον έλεγαν Κωνσταντίνο. Η γιαγιά δε μ’ αγαπούσε και δεν την αγαπούσα. Εκείνη μόνο ένα παιδί είχε λατρέψει, την ξαδέρφη μου τη Βενετία. Ήταν κόρη της θείας Μαρίας, της αδερφής του μπαμπά. Λέω «ήταν», γιατί δεν είναι πια. Πέθανε δύο χρόνια πριν γεννηθώ εγώ. Μάλλον κάηκε. Της είχαν αγοράσει για το Πάσχα ένα φουστα­ νάκι από νάιλον. Το φόρεσε κι έτρεξε να το δείξει στη νονά της, που έμενε δύο σπίτια πιο πέρα. Η νονά πήγε στην κουζίνα να της φέρει πορτοκαλάδα κι εκείνη βρήκε ένα κουτί σπίρτα και βγήκε στο μπαλ­ κόνι ν’ ανάψει τα κεριά που τα είχαν κολλήσει στα κάγκελα, γιατί θα περνούσε από κάτω ο επιτάφιος.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=