Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της

Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ ΤΗΣ | 21 Η γιαγιά όμως από τον μπαμπά, γιατί από τη μαμά τη λένε μούρμουρ. Της δικιάς μου της ταίριαζε μια χαρά το φάρμουρ, το μούρμουρ μοιάζει τρυφερό. Είναι Κυριακή, είμαι σίγουρη. Τι με ξυπνάει χαρά­ ματα; Κοιτάζω το ρολόι. Καλά, εννιά η ώρα. Τέτοια ώρα στο Άαχεν έβγαινε ο μπαμπάς να φέρει ζεστά ψωμάκια. Μισοκοιμισμένη ακόμη μ’ έπαιρνε η μυρω­ διά τους. Τώρα θα τα τρώει η Μπριγκίτε… Πώς έτσι στα ξαφνικά γκρεμίστηκαν όλα! «Μα δεν πήρες είδη- ση τίποτα;» , ρωτάει και ξαναρωτάει η Φάρμουρ. Αυ­ τήν τη φορά, και να ’θελα να απαντήσω με την πρώ­ τη, δε θα τα κατάφερνα. «Όχι, Φάρμουρ, τίποτα.»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=