Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της

AΛKH ZEH 20 | φανταστεί πως θα ’φτανε μια μέρα που θα ζούσαμε οι δυο μας, μόνες μας, στο σπίτι της στην Κυψέλη, και πως ήταν η τελευταία φορά που την έλεγα γιαγιά. Τη βάφτισα με άλλο όνομα και της έμεινε για πάντα. Είμαι τυλιγμένη στις αράχνες και παλεύω να ξεφύ­ γω. Ανοίγω σιγά σιγά τα μάτια. Έχω μπερδευτεί στα σκεπάσματα. Στο πουπουλένιο πάπλωμά μου δεν μπερδευόμουνα ποτέ. Ανακάθισα στο κρεβάτι, με το σεντόνι κουβάρι γύρω από τον λαιμό μου. Οι βαριές γκρίζες κουβέρτες μού τσιμπάνε τα πόδια. — Το γάλα σου. Άγνωστη φωνή. Δεν είναι της μαμάς, ούτε του μπαμπά. Απέναντί μου βλέπω το στενό παράθυρο. Απαί­ σιες μπλε κουρτίνες με κόκκινα τριαντάφυλλα. Είμαι στο σπίτι της γιαγιάς. Κάθε ξύπνημα το ίδιο, κι ας έχουν περάσει έξι μήνες. Νομίζω πως είναι όνειρο, κι όταν ξυπνήσω, θα βρεθώ κάτω από το πουπουλένιο πάπλωμά μου. — Το γάλα σου. Τρίτη φορά το φώναξε. Πρέπει να της απαντήσω: — Καλά, Φάρμουρ. Η συμμαθήτριά μου και καλύτερή μου φίλη στο Άαχεν, η Σίγκριντ, φώναζε έτσι τη γιαγιά της. Είναι Σουηδέζα, και στα σουηδικά φάρμουρ θα πει γιαγιά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=