Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της

Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ ΤΗΣ | 19 καλύτερα να μην το πούμε στη γιαγιά, γιατί «θ’ αστράψει και θα βροντήξει». Νομίζω πως της είχε κρύψει και κάτι άλλο. Πως εκείνος κι η μαμά πήγαιναν όλο τον χρόνο σε γερμα­ νικό φροντιστήριο και μελετούσαν ως αργά το βρά­ δυ, αφού πια εγώ έπεφτα για ύπνο. Όταν ήρθε η ώρα να μας αποχαιρετίσει, η γιαγιά μού έδωσε έναν κίτρινο σκούφο που είχε πλέξει η ίδια, γιατί εκεί που πάμε έχει πολύ κρύο. Ποτέ δε μου είχε πλέξει τίποτα, ούτε ένα ζιπουνάκι σαν ήμουν μωρό. Θα ’λεγα πως δεν ξέρει να πλέκει, αν δεν έβλε­ πα τη Βενετία, στις φωτογραφίες, να φοράει πλεκτά σε διάφορα χρώματα και πολλά σχέδια. Κάποιο μά­ λιστα το ζήλεψα πολύ. Ήταν ένα κόκκινο πουλόβερ, με μια σειρά μπλε ελάφια στο μπροστινό μέρος. Κίτρινο σκούφο! Δεν τον φόρεσα ποτέ. Η μαμά δεν κρατήθηκε και της το είπε: «Δε βρή­ κες κανένα άλλο χρώμα; Δε θα της πηγαίνει καθό­ λου». Η γιαγιά απάντησε πως δεν μπορούσε να πλέ­ ξει χρώμα που έχει ξαναπλέξει, και μόνο το κίτρινο απόμενε. «Λειψανάκι με κίτρινο σκούφο», είπα μέσα μου. Εκείνη δεν ξέρω τι είπε μέσα της, μόνο ήρθε και με φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού. Εγώ έκανα να την αγκαλιάσω, μα τα χέρια μου έμειναν κάτω, ξερά, κι είπα μόνο: «Γεια σου, γιαγιά». Εκείνη τη στιγμή καμιά μας δεν μπορούσε να το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=