Η κληρονομιά (Μια ιστορία μόνο)
20 KAΛΗ ΔΟΞΙΑΔΗ ση δημιουργούσε σπίθες λάμψης κι ένα υπόκωφο θρόισμα. Αυτή την εποχή του χρόνου το χώμα από κάτω τους θα ήταν γυμνό και πατημένο, έτοιμο να δεχτεί εξ ουρανού τον ώρι μο καρπό. Σε κενά κάθε τόσο θα φάνταζαν τούφες από χλω ροπράσινα βράχλα. Τώρα όμως το οικείο είχε στραπατσαριστεί από την εγκα τάλειψη. Έβλεπα ανάπηρα δέντρα, ακρωτηριασμένα τυχαία από τη φύση και τον καιρό, με σπασμένα μέλη, άλλα να κρέμονται ξερά κι άλλα να μπερδεύονται στα πόδια μου – μικρή τα μάζευα σε δεμάτια για προσάναμμα, τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τώρα χώμα δενφαινόταν. Τα χλωράβράχλα αγωνίζονταν να υψωθούν ανάμεσα σε γενιές από ξεραμένα. Τα πουρνάρια, μπλεγμένα με βάτα, και τα αρκουδόβατα σχημάτιζαν αγκαθωτά τείχη. Εδώ κι εκεί σκίνα, μυρτιές και σπάρτα, όλα αφύσικα ψηλά, μάταια αναζητώντας τον ήλιο, με τους κορμούς απογυμνωμένους και ελάχιστη βλάστηση στην κορυφή. Το καλντερίμι, στο σκοτάδι της σκιάς, το είχε σκεπάσει ο όμηρος (έτσι λέγαμε τα βρύα) και τα ξερά λιό φυλλα, κρύβοντας την αρμονία της σύνθεσης του κοβολά δου. Ο ασημένιος θόλος ήταν κρυμμένος από μια πυκνή κουρτίνα ξεραμένα κλαδιά. Κρύωνα. Οι σταγόνες της βροχής κρύες και διαπεραστι κές. (Μήπως είχα γίνει κι εγώ σαν εκείνους τους ξένους που παρατηρούσαν έκπληκτοι ότι έκανε και στην Ελλάδα κρύο;) Ο ήχος αυτοκινήτου που άλλαζε ταχύτητα από τον δρόμο
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=