Η Κατ Γουλφ σε επικύνδυνο έδαφος

19 ντας, κρατούσε τον λόγο του. Ήρθε πετώντας για να τους σώσει με το ιδιωτικό του ελικόπτερο: ένα κομψό ιπτάμε- νο όχημα, τόσο φουτουριστικό, που η Χάρπερ τού είχε βγάλει το παρατσούκλι «κατασκοπικό σκάφος». Το κατασκοπικό σκάφος τούς απελευθέρωσε με άνεση από την κυκλοφοριακή φυλακή τους, ανυψώνοντάς τους πάνω από το βουητό. Τους έφερε στον ιδιωτικό τερματι- κό σταθμό του αεροδρομίου Χίθροου σε χρόνο ντετέ. Ο ταξιτζής τούς κοιτούσε να φεύγουν με το στόμα ανοιχτό. «Ένα λεπτό ακόμα να αργούσατε και θα είχαν κλείσει οι πύλες» είπε χαμογελαστή η υπάλληλος στον έλεγχο των εισιτηρίων. Είχαν φτάσει με τη λιμουζίνα σε λίγα μόνο λεπτά. «Γρήγορα, δώστε όλοι τα διαβατήριά σας». Ο καθηγητής Λαμπ ψαχούλεψε τη θήκη της κάμεράς του μία, δύο, τρεις φορές. Το πρόσωπό του χλώμιασε. «Έλεν, κορίτσια, σας ζητώ συγγνώμη. Το ξέχασα». ΗΧάρπερ γέλασε. «Μπαμπά, άσε τ’ αστεία. Σε όλη τη διαδρομή, η Δρ Γουλφ δε σταμάτησε να ρωτάει εμένα και την Κατ αν πήραμε τα διαβατήριά μας». «Αλήθεια; Θα πρέπει να ήμουν απορροφημένος στις σκέψεις μου για δεινόσαυρους και γεράκια. Τι κουφιοκέ- φαλος που είμαι». Αγκάλιασε σφιχτά την κόρη του, που είχε βουρκώσει. «Νιώθω απαίσια, αλλά ευτυχώς το πρόβλημα διορθώνεται εύκολα. Θα μπω στο επόμενο τρένο για το Μπλούμπελ Μπέι, θα πάρω το διαβατήριό μου και θα πετάξω για τη Νέα Υόρκη με την πρώτη πτήση που θα βρω. Ούτε που θα προλάβω να σου λείψω».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=