Η κατάρα της χαμένης Ατλαντίδας (Αόρατοι Ρεπόρτερ)
11 εξαντλημένος και έτοιμος να τα παρατήσει, όταν ξαφνι κά ένα μεγάλο κύμα τού έδωσε τεράστιαώθηση. Τοφως του φεγγαριού φάνηκε μέσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων κι η θάλασσα λαμπύρισε, καθώς ο άντρας βρέθηκε για μερικά δευτερόλεπτα στον αέρα, σαν να πετούσε πάνω απ’ το νερό. Το κύμα έσκασε στην ακτή και μαζί του κι ο άντρας, που χτύπησε με πάταγο πάνω στα βότσαλα. Η κραυγή πόνου του ήταν ανατριχιαστική. Μάζεψε όλες τις δυνάμεις του και κατόρθωσε να ση κωθεί. Μόλις στάθηκε στα πόδια του, κοίταξε προς την πετσέτα του που ήταν απλωμένη στην άμμο. Ο φακός της φωτογραφικής του στραφτάλισε, λες και του έκανε σινιάλο, λες και τον καλούσε κοντά του. «Βιάσου και μην κοιτάς πίσω» είπε στον εαυτό του κι άρχισε να τρέχει προς τη φωτογραφική μηχανή του. Κα θώς την πλησίαζε, κοίταξε πίσω απ’ τον ώμο του για να δει αν τον ακολουθούσε κανείς. Το πρόσωπό του συσπά στηκε απ’ τον τρόμο και προσπάθησε να τρέξει πιο γρή γορα. Ξανακοίταξε πίσω του κι έβαλε τις φωνές. Πλησία ζε στην πετσέτα και είχε βάλει τα χέρια στο κεφάλι για να το προστατέψει από το επερχόμενο χτύπημα, όταν σκόνταψε κι έπεσε φαρδύς πλατύς στην άμμο. «Μη!» ούρλιαξε ικετεύοντας. «Μη! Σε παρακαλώ, μη!» Το σώμα του μαζεύτηκε σε εμβρυακή στάση. Ένα με γάλο σύννεφο έκρυψε την πανσέληνο και ένας υπόκω φος χτύπος ακούστηκε – και μαζί το τελευταίο ουρλια χτό. Και ύστερα απ’ αυτό, η απόλυτη σιωπή…
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=