Η καρδιά του κτήνους

12 ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Δεν φαινόταν στα μεγάλα του κέφια κι αυτό ήταν καλό σημάδι. Ποτέ του δεν έδειχνε ευδιάθετος σαν βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση ν’ αναγγείλει κάτι ευχάριστο. Ούτε που σήκωσε τα μάτια του να με κοιτάξει. «Έχω εδώ μια γνωμάτευση» είπε, τονίζοντας το ουσια­ στικό περιφρονητικά «που βγάζει τη μάνα σου ανίκανη να περιποιηθεί τον εαυτό της λόγω απανωτών εγκεφαλικών επεισοδίων. Αληθεύει;» Θέλησα να κλάψω από τη χαρά μου. Περίμενε μήπως, ο κρετίνος, να τον διαψεύσω; «Μάλιστα, κύριε διοικητά» απάντησα, προσπαθώντας να διατηρήσω κατά το δυνατόν θλιμμένο ύφος. «Εγώ ξέρω πώς κατασκευάζονται όλα αυτά τα σκουπίδια!» έγινε ξαφνικά επιθετικός και με κάρφωσε με τα γελαδίσια του μάτια, λες και με συνέλαβε επ’ αυτοφώρω να πλαστο­ γραφώ. «Δεν πιστεύω να με θεωρείς ηλίθιο;» Τον θεωρούσα, όσο και κάθε άλλος στο τάγμα. Δεν ήμουν όμως εξίσου ηλίθιος για να το παραδεχτώ. «Ας είναι» μουρμούρισε, φανερά πως μου κάνει χάρη. Υπέγραψε την απόλυσή μου και πρόσθεσε χλευαστικά: «Κα­ λός πολίτης». Εκείνη τη στιγμή ξέχασα όλες τις εξόδους που μου είχε στοιχίσει η ξεροκεφαλιά του· αν μπορούσα να τον φιλήσω ή να του τσιμπήσω τα μαγουλάκια…Περιορίστηκα εντούτοις σ’ έναν τυπικό χαιρετισμό.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=