Η καμαριέρα
H Κ Α Μ Α Ρ Ι Ε Ρ Α 33 Καλέστε τον κύριο Σνόου. Και τηλεφωνήστε, σας παρακα λώ, στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών. Αμέσως!» Ύστερα έκλεισα το τηλέφωνο. Για να είμαι ειλικρινής, όσα έγιναν μετά φαντάζουν εξωπραγματικά, σαν σε όνειρο. Θυμάμαι την καρδιά μου να σφυροκοπά στο στήθος μου, το δωμάτιο να γυρίζει σαν σε ταινία του Χίτσκοκ, τις πα λάμες μου να ιδρώνουν και το ακουστικό να κινδυνεύει να γλιστρήσει απ’ το χέρι μου καθώς το έβαζα στη θέση του. Τότε ήταν που σήκωσα τα μάτια μου. Στον τοίχο μπρο στά μου υπήρχε ένας καθρέφτης με επίχρυση κορνίζα στον οποίο δεν καθρεφτιζόταν μόνο το τρομοκρατημένο μου πρόσωπο αλλά και όλα όσα δεν είχα παρατηρήσει πιο πριν. Ο ίλιγγος χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο και το πάτω μα έγειρε τελείως, σαν παιχνίδι του λούνα παρκ. Έφερα το χέρι στο στήθος μου, σε μια μάταιη προσπάθεια να ηρε μήσω το τρέμουλο της καρδιάς μου. Το να ζεις σε κοινή θέα και να κατορθώνεις να παραμέ νεις ως επί το πλείστον αόρατη, είναι πολύ πιο εύκολο απ’ όσο νομίζετε. Αυτό μου έμαθε η δουλειά μου ως καμαριέ ρας. Μπορεί ως ύπαρξη να είσαι σημαντική, να κατέχεις καίρια θέση στη ροή των πραγμάτων, όμως παρ’ όλα αυτά να σε αγνοούν παντελώς. Αυτή η αλήθεια αφορά σίγουρα τις καμαριέρες, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, ισχύει και για άλλους. Είναι ωστόσο μια άβολη αλήθεια. Λίγο μετά λιποθύμησα. Το δωμάτιο σκοτείνιασε και απλώς σωριάστηκα στο δάπεδο, όπως το παθαίνω μερικές φορές όταν οι αισθήσεις μου παθαίνουν υπερφόρτωση. Τώρα, ενώ κάθομαι στο πολυτελές γραφείο του κυρίου
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=