Η καμαριέρα
N I T A P R O S E 20 χείου, σαν την ασπρόμαυρη ριγέ ταπετσαρία που στολίζει μεγάλο αριθμό διαδρόμων και δωματίων. Φορώντας τη στολή μου, και εφόσον κρατώ το στόμα μου κλειστό, μπο ρώ να είμαι οποιαδήποτε. Αν με βλέπατε σε κάποιο αστυ νομικό τμήμα να στέκομαι σε μια γραμμή υπόπτων δεν θα με αναγνωρίζατε, κι ας είχατε περάσει δέκα φορές από δίπλα μου εκείνη τη μέρα. Πρόσφατα έκλεισα τα είκοσι πέντε, «ένα τέταρτο του αιώνα» θα μου έλεγε η γιαγιά μου, αν μπορούσε να μου μιλήσει. Αλλά δεν μπορεί, επειδή είναι νεκρή. Ναι, νεκρή. Γιατί να το πούμε κάπως αλλιώς; Δεν έσβη σε, σαν ένας γλυκός άνεμος που χαϊδεύει τα ρείκια. Δεν αποδήμησε. Πέθανε. Πριν από εννιά μήνες περίπου. Η επομένη του θανάτου της ήταν μια θαυμάσια μέρα, κι εγώ πήγα στη δουλειά ως συνήθως. Ο κύριος Αλεξάντερ Σνόου, ο διευθυντής του ξενοδοχείου, ξαφνιάστηκε όταν με είδε. Μου θυμίζει κουκουβάγια. Φοράει γυαλιά με σκε λετό από ταρταρούγα, δυσανάλογα μεγάλα για το πλακου τσωτό πρόσωπό του. Τα αραιά μαλλιά του σχηματίζουν τριγωνική φύτρα στο μέτωπο και είναι μονίμως κολλημένα προς τα πίσω. Κανείς άλλος στο ξενοδοχείο δεν τον πολυ συμπαθεί. Η γιαγιά έλεγε: Μη σε νοιάζει τι άποψη έχουν οι άλλοι. Αυτό που έχει σημασία είναι τι άποψη έχεις εσύ. Και συμφω νώ. Πρέπει να ζεις σύμφωνα με τον προσωπικό σου ηθικό κώδικα, και όχι να ακολουθείς στα τυφλά σαν πρόβατο. «Μόλι, τι κάνεις εδώ;» ρώτησε ο κύριος Σνόου όταν πήγα για δουλειά την επομένη του θανάτου της γιαγιάς. «Λυπάμαι πάρα πολύ για την απώλειά σου. Ο κύριος Πρέ
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=