Η καλή και η κακή

H K Α Λ Η Κ Α Ι Η Κ Α Κ Η 21 ριά της πόρτας του μπάνιου, ότι δεν μπορούσε να την ανοίξει κανένας απέξω, ύστερα κάθισα στο κρεβάτι και προσπάθησα να μη σε σκέφτομαι. Μετά από λίγο, άκουσα δυνατά πατήματα στη σκάλα. Προσπά­ θησα να μείνω ήρεμη, να θυμηθώ τις ασκήσεις αναπνοής που μου είχε δείξει ο ψυχολόγος μου, αλλά το μυαλό μου ήταν θολό, κι έτσι, όταν εμφανίστηκε αυτή στην πόρτα μου, εστίασα στο μέτωπό της, ήταν όσο πιο κοντά στα μάτια μπορούσα να την κοιτάξω. Το τρα­ πέζι είναι έτοιμο, γουργούρισε σαν γάτα, φωνή ρευστή, μια νότα περιφρόνησης, ακριβώς όπως τη θυμόμουν από τη συνάντηση με την κοινωνική λειτουργό. Δεν γνωριστήκαμε στη μονάδα, δεν επιτρεπό­ ταν να μάθει την αλήθεια η Φίμπι ή να της δημιουργηθούν ερωτη­ ματικά. Θυμάμαι ότι την είχα φοβηθεί. Ξανθιά και γεμάτη αυτοπε­ ποίθηση, βαριεστημένη, αναγκασμένη να καλωσορίζει ξένους μέσα στο σπίτι της. Δύο φορές κατά τη διάρκεια της συνάντησης ρώτησε πόσον καιρό θα μείνω. Και τις δύο φορές τής είπαν να σωπάσει. Μου ζήτησε ο μπαμπάς να έρθω να σε φωνάξω, είπε, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της. Σε άμυνα. Είχα δει το προσω­ πικό στη μονάδα να εξηγεί σε ασθενείς τι έδειχνε η γλώσσα του σώματός τους, να τη χαρακτηρίζει με επίθετα. Παρατηρούσα ήσυ­ χα ήσυχα, έμαθα πολλά. Έχουν περάσει μέρες τώρα, αλλά το τελευταίο πράγμα που μου είπε πριν κάνει επιτόπου στροφή σαν θυμωμένη μπαλαρίνα έχει καρφωθεί στο μυαλό μου: Α, και μην το ξεχάσω, καλώς ήρθες στο τρελάδικο. Ακολούθησα τη μυρωδιά της, γλυκιά και ρόδινη, ως κάτω στην κουζίνα, και φανταζόμουν πώς θα ήταν να έχω μια αδερφή. Τι είδους αδερφές θα μπορούσαμε να γίνουμε αυτή κι εγώ. Αυτή θα την έλεγαν Μεγκ, σκέφτηκα, κι εμένα Τζο, θα ήμασταν δύο μικρές κυρίες. Μου είχαν πει στη μονάδα ότι η ελπίδα ήταν το καλύτερό μου όπλο, μ’ αυτό θα τα έβγαζα πέρα. Βλακωδώς, τους πίστεψα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=