9 μου κι εγώ ετοιμαζόμασταν για το καινούργιο μωρό όταν ο κύριός μου γύρισε σπίτι μετά από μια μεγάλη διαδρομή με το άλογο, κουρασμένος και μουσκίδι, και ανέβασε πυρετό και μετά πέθανε· κι ύστερα εκείνη δεν ξανασήκωσε το κεφάλι, κι έζησε ίσα ίσα μέχρι να δει το μωρό της πεθαμένο. Της το έβαλα στο στήθος της κι ύστερα αναστέναξε άλλη μια φορά και τέλειωσε η ζωή της. Στο νεκροκρέβατό της, η κυρία μου μου ζήτησε να μην εγκαταλείψω ποτέ μου τη δεσποινίδα Ρόζαμοντ· αλλά και τίποτα να μη μου είχε πει, εγώ γι’ αυτό το παιδάκι θα έφτανα μέχρι τα πέρατα της γης. Αμέσως μετά, και πριν καλά καλά ησυχάσουν τ’ αναφιλητά μας, ήρθαν για να κανονίσουν όλες τις υποθέσεις οι εκτελεστές της διαθήκης και κηδεμόνες. Ήταν ο εξάδελφος της καημένης της κυρίας μου, ο λόρδος Φέρνιβολ, και ο κύριος Έσθουεϊτ, ο αδερφός του κυρίου μου, μαγαζάτορας στο Μάντσεστερ· λιγότερο εύπορος απ’ όσο έγινε μετά, και με οικογένεια που όλο και μεγάλωνε. Τέλος πάντων, δεν ξέρω αν ήταν δικιά τους απόφαση ή επειδή η κυρία μου, εκεί στο νεκροκρέβατο, είχε γράψει ένα γράμμα στον εξάδελφό της, τον κύριό μου, πάντως τελικά κανονίστηκε να πάμε, η δεσποινίς Ρόζαμοντ κι εγώ, στο Αρχο-
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=