12 βράδυ και να τον βρει στο Νιουκάσλ. Έτσι δεν πρόλαβε να μας γνωρίσει σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που δεν ξέραμε, γιατί σε λίγο μας παράτησε κι αυτός. Κι έτσι μείναμε δυο κοριτσάκια μόνα (εγώ δεν ήμουν ούτε δεκαοχτώ) μες στο τεράστιο παλιό Αρχοντικό. Σαν χτες μου φαίνεται το ταξίδι για εκεί. Είχαμε φύγει πολύ νωρίς το πρωί από το αγαπημένο μας πρεσβυτέριο, κλαίγοντας κι οι δυο μας σαν να ’ταν οι καρδιές μας έτοιμες να σπάσουν, παρόλο που ταξιδεύαμε με την άμαξα του κυρίου μου, που κάποτε την είχα περί πολλού. Ήταν μια μέρα του Σεπτέμβρη, πολύ μετά το μεσημέρι, όταν σταματήσαμε ν’ αλλάξουμε άλογα για τελευταία φορά σε μια μικρή κωμόπολη όλο καπνό κι ανθρακωρύχους και εργάτες σε άλλα ορυχεία. Η δεσποινίς Ρόζαμοντ είχε αποκοιμηθεί, αλλά ο κύριος Χένρυ μου είπε να την ξυπνήσω, για να δει τον δρυμό και το Αρχοντικό καθώς πλησιάζαμε. Εμένα μου φάνηκε κρίμα να την ξυπνήσω, αλλά έκανα ό,τι μου είπε, γιατί φοβόμουν μην κάνει παράπονα για μένα στον κύριό μου. Είχαμε αφήσει πίσω μας κάθε σημάδι πόλης ή και χωριού, και είχαμε περάσει πια από την πύλη ενός μεγάλου, άγριου δρυμού – όχι σαν εκείνους που έχει εδώ στα νότια, αλλά με βράχους και ήχους από τρεχούμενα νερά,
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=