Η γοργόνα

Τ ο ήξερε πως αργά ή γρήγορα θα έβγαινε πάλι στο φως. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσες να το κρύψεις. Κάθε λέξη τον είχε φέρει πιο κοντά στο ακατονόμαστο, στο τρομακτικό. Σε αυτό που είχε προσπαθήσει τόσο πολλά χρόνια να κρατήσει απωθημένο. Τώρα δεν μπορούσε να τρέχει άλλο σαν φυγάς. Ένιωσε το πρωινό αεράκι να γεμίζει τα πνευμόνια του καθώς περ­ πατούσε όσο γρηγορότερα μπορούσε. Η καρδιά βροντοχτυ­ πούσε στο στήθος του. Δεν ήθελε να πάει εκεί, αλλά έπρεπε να πάει. Έτσι, είχε αφήσει την τύχη να αποφασίσει. Αν ήταν κάποιος εκεί, θα τα έλεγε όλα. Αν όχι, θα συνέχιζε για τη δουλειά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όταν όμως χτύπησε, η πόρτα άνοιξε. Μπήκε μέσα και προσπάθησε να διακρίνει κάτι στο αμυδρό φως, μισοκλείνο­ ντας τα μάτια. Δεν ήταν το άτομο που περίμενε να συναντή­ σει αυτό που στεκόταν μπροστά του. Άλλο άτομο ήταν. Τα μακριά της μαλλιά κυμάτιζαν ρυθμικά κατά μήκος της πλάτης της όταν την ακολούθησε στο διπλανό δωμάτιο. Εκείνος άρχισε να μιλάει, να κάνει ερωτήσεις. Οι σκέψεις στροβιλίζονταν όλο και περισσότερο. Τίποτε δεν ήταν όπως φαινόταν. Ήταν λάθος, αλλά και σωστό συνάμα. Ξαφνικά εκείνος σώπασε. Κάτι τον είχε βρει στο ύψος του διαφράγματος με τέτοια δύναμη που έκανε τις λέξεις να κοπούν στα δυο. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα κάτω. Είδε το αίμα που άρχισε να ξεχύνεται μόλις τραβήχτηκε το μαχαίρι από την πληγή. Και μετά άλλη μια μαχαιριά, άλλος, καινούργιος πόνος. Και η λεπίδα που κινούνταν μέσα στο κορμί του. Κατάλαβε ότι είχαν τελειώσει όλα. Ότι όλα θα τελείωναν εδώ, παρόλο που είχε τόσο πολλά να κάνει ακόμη, να δει, να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=