Η γοργόνα

19 Η Γ Ο Ρ Γ Ο Ν Α «Μήπως υπερβάλλεις τώρα;» είπε η Σία ενώ ξέπλενε το πανί καθαρισμού και το κρεμούσε στη βρύση. «Δεν νομίζω ότι θα είναι “όλοι” εκεί. Μπορείς να πας ένα άλλο βράδυ, όταν δεν θα έρθουν η γιαγιά και ο παππούς». «Ο μπαμπάς δεν θα με υποχρέωνε να μείνω». Η Σία ένιωσε σαν να χάθηκε ο αέρας από τα πνευμόνια της. Δεν το άντεχε άλλο αυτό. Δεν άντεχε τον θυμό και τα πεισμώ­ ματα αυτό τον καιρό. Ο Μάγκνους θα ήξερε πώς να το χειριστεί. Θα ήξερε πώς να χειριστεί την κατάσταση με την Έλιν. Η ίδια δεν τα κατάφερνε. Όχι μόνη. «Ο μπαμπάς δεν είναι εδώ τώρα». «Και πού είναι τότε;» ούρλιαξε η Έλιν και την έπιασαν τα κλάματα. «Μας παράτησε; Μάλλον θα κουράστηκε μ’ εσένα και την γκρίνια σου. Παλιο… παλιόγρια!» Τα πάντα σταμάτησαν στο κεφάλι της Σία. Ήταν σαν να εξαφανίστηκαν μεμιάς όλοι οι ήχοι και όλα γύρω της μετατρά­ πηκαν σε μια γκρίζα ομίχλη. «Είναι νεκρός». Η φωνή της ακούστηκε σαν να ερχόταν από αλλού, σαν να ήταν κάποιος ξένος που μιλούσε. Η Έλιν την είχε καρφώσει με το βλέμμα. «Είναι νεκρός» επανέλαβε η Σία. Ένιωθε παράξενα ήρεμη, σαν να αιωρούνταν πάνω από τον εαυτό της και την κόρη της και απλώς παρατηρούσε ήσυχα τη σκηνή. «Λες ψέματα» είπε η Έλιν με το στήθος της να ανεβοκατε­ βαίνει σαν να είχε τρέξει πολλά χιλιόμετρα. «Δεν λέω ψέματα. Αυτό πιστεύει η αστυνομία. Κι εγώ ξέρω ότι έτσι είναι». Σαν άκουσε τον εαυτό της να λέει αυτά τα λόγια, κατάλαβε πόσο αληθινά ήταν. Είχε αρνηθεί να το συνει­ δητοποιήσει, είχε γαντζωθεί απελπισμένα στην ελπίδα. Αλλά η αλήθεια ήταν πως ο Μάγκνους ήταν νεκρός. «Πώς γίνεται να το ξέρεις αυτό; Και πώς γίνεται να το ξέρει η αστυνομία;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=