Η γοργόνα

18 C A M I L L A L A C K B E R G «Δηλαδή εγώ τώρα δεν είμαι μόνο χοντρή, είμαι και εκκε­ ντρική από πάνω;» «Μην ξεχνάς το αφηρημένη». Η Άννα έγνεψε προς την κα­ φετιέρα που η Ερίκα είχε μόλις βάλει σε λειτουργία. «Ξέρεις, γίνεται καλύτερος ο καφές αν βάλεις και νερό στη μηχανή». Η καφετιέρα έβγαλε έναν ήχο σαν να συμφωνούσε, και η Ερίκα, αφού κοίταξε άγρια την αδελφή της, πήγε και την έκλεισε. Έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού μηχανικά. Έβαλε τα πιά­ τα και τα μαχαιροπίρουνα στο πλυντήριο πιάτων αφού τα είχε πρώτα ξεπλύνει, μάζεψε τα αποφάγια από τον νεροχύτη με το χέρι και μετά τον καθάρισε με βούρτσα και λίγο απορ­ ρυπαντικό πιάτων. Κατόπιν μούσκεψε το πανάκι καθαρισμού, το έστυψε και πέρασε με αυτό το τραπέζι της κουζίνας για να το καθαρίσει από ψίχουλα και λίπη. «Μαμά, μπορώ να πάω στο σπίτι της Σάντρα;» Η Έλιν μπήκε στην κουζίνα και η προκλητική έκφραση στο εφηβικό πρόσωπο της δεκαπεντάχρονης έδειχνε ότι ήταν ήδη πεπεισμέ­ νη πως η απάντηση θα ήταν αρνητική. «Ξέρεις ότι δεν γίνεται. Περιμένουμε τη γιαγιά και τον παππού απόψε». «Έρχονται τόσο συχνά τώρα τελευταία. Γιατί πρέπει να μένω κι εγώ μέσα συνέχεια;» Η φωνή της ήταν πιο δυνατή τώρα και πήρε εκείνο τον γκρινιάρικο τόνο που η Σία δεν μπορούσε καθόλου ν’ ακούει. «Μα εσένα και τον Λούντβιγκ θέλουν να δουν. Καταλαβαίνεις ότι θα στενοχωρηθούν αν λείπετε». «Ναι, αλλά είναι βαρετό! Και η γιαγιά βάζει πάντα τα κλάματα, και ο παππούς όλο της λέει να σταματήσει. Εγώ θέλω να πάω στη Σάντρα. Θα είναι όλοι οι άλλοι εκεί».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=